μπρουμ'τώ
  • Ρίχνω κάτω με τη φάτσα προς το έδαφος ή πέφτω μπρούμυτα.
    • -Τουν μπρουμύκσι τσ' ύστιρα τόρξι πράμα! = τον έριξε κάτω και ύστερα του έδωσε πολύ ξύλο
μπρουστάντζα (η)

Ετυμολογία: μπροστά + άντζα (κατάλ.)

  • Η προκαταβολή
μπρουστνέλα (η)

Ετυμολογία: μσν. μπροστέλα (=προφυλακή) + έλα (κατάλ.)

  1. Η ποδιά που φορούσαν οι γυναίκες αλλά και οι άνδρες (μπακάληδες, καφετζήδες κ.τ.λ.
  2. Το πρόβατο που οδηγεί το κοπάδι
μπρουστνιάζου
  • Προσβάλλω, κατσαδιάζω
μπρουστνός (ι)
  • Μπροστινός, που βρίσκεται μπροστά
    • -Παντού μπρουστνός είσι = πετάγεσαι, παρεμβαίνεις
μπρουστουγιμή
  • Εμπροσθογεμές τουφέκι
μπρουχού
  • Πριν
μπυώνου
Δείτε:
μστρόγαλο (του)
  • Γάλα που προστίθεται μετά την αφαίρεση της «μπακαθούρας» (βλ. λ.), για την παραγωγή της «μ'τζήθρας» (βλ. λ.)
μταλιασμένου (του)
  • Τρόφιμο που αρχίζει να χαλάει (π.χ. τυρί)
μταλίκ' (του)
  • Συνεργασία επαγγελματική
    • -Τσείν' κ' χρουνιά κάναμι μταλίκ' μι του Πιρόν' (το λήμμα το βρήκα σε συνέντευξη Αυγούστου 1996 με τον καφετζή Στέλιο Κόβρα)
μτάρια (τα)
  • Εξαρτήματα του αργαλειού, μέσα από τα οποία περνούσε το στημόνι.
μτάτς (του)
  • Η μικρή γαλιά για την μεταφορά υγρών από δοχείο σε δοχείο
μτζούνους (ι)
Δείτε:
μτλιάδα (η)
  • Γεύση δυσάρεστη σε τυρί που το καθιστά ακατάλληλο για βρώση.
    • -Ε Γιώργ', του κυρί σ' μτλιάνι!
μυγιάζουμι
  • βλ. λ. «μ'γιάζουμι»
μύγιαστρου (του)

Ετυμολογία: οίστρος (= είδος δίπτερου εντόμου που ερεθίζει)

  • Κάλυμμα των ρουθουνιών μερικών ζώων για την προφύλαξή τους από τις μύγες
μύκ' (η)
  • Μύτη
    • - Εμ, τι να κάνου, τραβούσι η μύκη τ'ς βόλτα = έσερνε, γουστάριζε.
    • - Γι ένας να τα κ'βανεί απ' του τσ'βάλ' τσι γι άλλους να τα βγάζ' απ' κη μύκ' τ'ς βιλόν'ς!
    • -Αθρώπ κη μύκη σ' να πιάν'ς = Άνθρωποι πολύ βρομεροί, με την έννοια του ανηθικού
μύξεις (οι)
  • Μύξες
    • Φρ.: Σάλια μπάλια, μύξεις τσ'βάλια ! = Θέματα χωρίς νόημα και ουσία.
μυξιάρκου (του)
  1. Μικρό παιδί (που ακόμα τρέχουν οι μύξες του)
  2. μτφ. Πρόσωπο που σιχαίνεται κανείς να βλέπει ή να συναναστρέφεται.
    • - Ποιό λες, έφτου του μυξιάρκου;
μυρμηδίζου
  • Μουδιάζω, ανατριχιάζω, έχω την αίσθηση ότι δέχομαι μικρά τσιμπήματα
μυρουδιά (η)
  • μτφ. ο μεζές, π.χ. στη φράση:
    • -Να, μόλις τέλειουσι του λιμουνάτου, κάτσι να σ' βάλου μια μυρουδιά να του πουγιφτείς (να το δοκιμάσεις)
μυρουθ'κό (του)
  • Μυρωδικό
μύτους (ι)

Ετυμολογία: μύτους < μύτη < αρχ. Μύτις

  • Χτύπημα της ποδοσφαιρικής μπάλας με τη μύτη του παπουτσιού
μχάν' (του)
Δείτε:
μχάνια (τα)
  • Μηχανές
μώλοι (οι)
Δείτε: