μπρουμ'τώ
-
Ρίχνω κάτω με τη φάτσα προς το έδαφος ή πέφτω μπρούμυτα.
- -Τουν μπρουμύκσι τσ' ύστιρα τόρξι πράμα! = τον έριξε κάτω και ύστερα του έδωσε πολύ ξύλο
- Η προκαταβολή
- Η ποδιά που φορούσαν οι γυναίκες αλλά και οι άνδρες (μπακάληδες, καφετζήδες κ.τ.λ.
- Το πρόβατο που οδηγεί το κοπάδι
μπρουστνιάζου
- Προσβάλλω, κατσαδιάζω
μπρουστνός (ι)
-
Μπροστινός, που βρίσκεται μπροστά
- -Παντού μπρουστνός είσι = πετάγεσαι, παρεμβαίνεις
μπρουστουγιμή
- Εμπροσθογεμές τουφέκι
μπρουχού
- Πριν
μστρόγαλο (του)
- Γάλα που προστίθεται μετά την αφαίρεση της «μπακαθούρας» (βλ. λ.), για την παραγωγή της «μ'τζήθρας» (βλ. λ.)
μταλιασμένου (του)
- Τρόφιμο που αρχίζει να χαλάει (π.χ. τυρί)
μταλίκ' (του)
-
Συνεργασία επαγγελματική
- -Τσείν' κ' χρουνιά κάναμι μταλίκ' μι του Πιρόν' (το λήμμα το βρήκα σε συνέντευξη Αυγούστου 1996 με τον καφετζή Στέλιο Κόβρα)
μτάρια (τα)
- Εξαρτήματα του αργαλειού, μέσα από τα οποία περνούσε το στημόνι.
μτάτς (του)
- Η μικρή γαλιά για την μεταφορά υγρών από δοχείο σε δοχείο
μτζούνους (ι)
Δείτε:
μτλιάδα (η)
-
Γεύση δυσάρεστη σε τυρί που το καθιστά ακατάλληλο για βρώση.
- -Ε Γιώργ', του κυρί σ' μτλιάνι!
μυγιάζουμι
- βλ. λ. «μ'γιάζουμι»
- Κάλυμμα των ρουθουνιών μερικών ζώων για την προφύλαξή τους από τις μύγες
μύκ' (η)
-
Μύτη
- - Εμ, τι να κάνου, τραβούσι η μύκη τ'ς βόλτα = έσερνε, γουστάριζε.
- - Γι ένας να τα κ'βανεί απ' του τσ'βάλ' τσι γι άλλους να τα βγάζ' απ' κη μύκ' τ'ς βιλόν'ς!
- -Αθρώπ κη μύκη σ' να πιάν'ς = Άνθρωποι πολύ βρομεροί, με την έννοια του ανηθικού
μύξεις (οι)
-
Μύξες
- Φρ.: Σάλια μπάλια, μύξεις τσ'βάλια ! = Θέματα χωρίς νόημα και ουσία.
μυξιάρκου (του)
- Μικρό παιδί (που ακόμα τρέχουν οι μύξες του)
-
μτφ. Πρόσωπο που σιχαίνεται κανείς να βλέπει ή να συναναστρέφεται.
- - Ποιό λες, έφτου του μυξιάρκου;
μυρμηδίζου
- Μουδιάζω, ανατριχιάζω, έχω την αίσθηση ότι δέχομαι μικρά τσιμπήματα
μυρουδιά (η)
-
μτφ. ο μεζές, π.χ. στη φράση:
- -Να, μόλις τέλειουσι του λιμουνάτου, κάτσι να σ' βάλου μια μυρουδιά να του πουγιφτείς (να το δοκιμάσεις)
μυρουθ'κό (του)
- Μυρωδικό
- Χτύπημα της ποδοσφαιρικής μπάλας με τη μύτη του παπουτσιού
μχάνια (τα)
- Μηχανές