μ' (αντων.)
-
μου
- -Η μάνα μ'
- Περίττωμα της μύγας
μ'ζάκ' (του)
- Το δερμάτινο μπάλωμα του παπουτσιού, η φόλα.
μ'κράτα μ' (τα)
-
Τα παιδικά μου χρόνια, όταν ήμουν μικρός
- -Στα μ'κράτα μ' εν έβαζα κώλου κάτου
μ'κρέλους (ι)
- υποκορ.της λ. «μ'κρός - μικρός»
- Μουλάρι = ημίονος
- μτφ. άνθρωπος πεισματάρης ή αναίσθητος
μ'λιά (η)
-
Μιλιά
- -Στόμα έχ' τσι μ'λιά έν έχ' = είναι φιλήσυχος και ολιγόλογος άνθρωπος.
-
Μουσκεύω, διαβρέχω, μουλιάζω
- - Πήγινα έκουβγα βιργιά, τάβαζα ξιρινόνταν, τα μούλιαζα τσ' έπλικα τα κουφίνια
- -Μούλιασι για τα καλά = Βράχηκε για τα καλά
μ'λιασμένους (ι)
- Μουσκεμένος, βρεγμένος
μ'λιμό
- Στη φρ.: Εν έχ' μ'λιμό = δεν μιλιέται, είναι πολύ στενοχωρημένος ή θυμωμένος κ.τ.λ.
μ'λουναδιάτ'κα (τα)
- Κόστος αλέσματος σε μύλο. Τα αλεστικά
μ'λουνάς (ι)
- Μυλωνάς
μ'λώ
-
Ομιλώ
- -Μόλις πήγι να μ'λήξ' (να μιλήσει), μουντάρσι να τουν φα!
μ'νί (του)
-
Το αιδοίο.
- -Ι τουρισμός μας έφιρι σ'αυτή την επουχή,
- όπου φαρδύνανε οι κώλ' τσι ξέπισι του μ'νί»
- -Παρακαλιτό μ'νί, ξ'νό γαμίσ'!
μ'νιάκ'κου (του)
- Μισθός ενός μηνός
μ'νίκακας (ι)
- Αυτός που φοβάται τη γυναίκα του (μουνί+κακά = χέζεται από το φόβο του)
μ'ξιάρκου (του)
- Μικρό παιδί (που τρέχουν οι μύξες του)
μ'σα τσι μ'σουκούτιλα
- Επιπόλαιες δουλειές, πρόχειρες χωρίς ολοκλήρωση
μ'σή (η)
- Μισή
μ'σόρανα (τα)
- Μέχρι το μέσο του ουρανού δηλ. πολύ μακριά
μ'σός (ι)
- Μισός
μ'σούδα (η)
-
Μισή (δραχμή)
- -Άμα κουνουμούσαμε καμιά μ'σούδα τρέχαμε στου φούρνου για σιμίτ'
μ'σουκαδιάρ'κου (του)
- Δοχείο ή μπουκάλι χωρητικότητας μισής οκάς
μ'σουκούραδους (ι)
- Θέση παίκτη σε ομαδικό παιδικό παιχνίδι
μ'σουτσίλ' (του)
- Το ½ του «μισάρ» (βλ. λ.)
μ'σουφέγγαρου (του)
- Μισοφέγγαρο
μ'στάτσια (τα)
- Τα μουστάκια
μ'στρί (του)
- Το μυστρί
μ'τάρ' (του)
- Μιτάρι = εξάρτημα αργαλειού
μ'ταριά (η)
- Η κίνηση που κάνουμε με το «μ'τάρ» (βλ. λ.)
μ'τζήθρα (η)
- Μυτζήθρα
μ'τζηθρόπ'τα (η)
- Πίτα από μυτζήθρα
μ'τζηθρουχαλβάς (ι)
- Χαλβάς από μυτζήθρα
-
Μουντζούρα, μαυρίλα, καπνιά, αιθάλη
- -Έχ' μια μ'τζούρα πα στου κούτιλου τ'!
-
μτφ. ντροπή
- -Μας έβαλι μ'τζούρα! = Μας ντρόπιασε!
- Το φυσερό του σιδηρουργού
μαγ'λάδις (οι)
- Παρωτίτιδα, μαγουλάδες
μαγ'τζίκια (τα)
- Δεσίματα (μαγείας), μαγικά
- Έκζεμα δέρματος, αρρώστια στοματική που προσβάλλει ζώα και ανθρώπους
-
μτφ. ακατάσχετη φλυαρία
- -Μαγιασίλ' έφαγις τσ' ε του σφαλείς του στόμα σ';
- Στον πληθ. μαγιασίλια = βρωμιές
μαγιόξ'λου (του)
- Κομμάτι από ξύλο που σύμφωνα με το έθιμο της Πρωτομαγιάς πρέπει να «πιάσεις» για καλή τύχη
-
μτφ. Πέος
- -Ε Ρήν' τόπιασις σήμιρα του μαγιόξ'λου;
μαγκάν' (του)
- Χειροκίνητο μηχάνημα για άντληση νερού
μαγκανότις (οι)
Δείτε:
μαγκίρα (η)
- Μεγάλο σε μέγεθος χάλκινο τουρκικό νόμισμα.
μαγκουμένους (ι)
- Ο στριμωγμένος
- μτφ. αυτός που αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα
μαγκουσιάρ'ς (ι)
- Ζαβολιάρης, μπαμπέσης
μαγκώνου
- Στριμώχνω
-
μτφ. πιάνω στα πράσα, τσακώνω
- -Γάλια - γάλια μπε, μη φουνάζιτι, τσ' α μας ακούσ' ι Μπουχλής τσ' α νέρθ' να μας μαγκώσ'!
Μάγς (ι)
- Ο μήνας Μάιος
μαζγκαλότρυπα (η)
- Τρύπα σε τοίχο σπιτιού από σκαλωσιά. Την άφηναν επίτηδες για να βάζουν το κλειδί της πόρτας.
μαζί μ'λούμι τσι χώρια καταλαβινόμιστι
- Απάντηση σε κείνους που άλλα τους λες και άλλα κάνουν ή άλλα καταλαβαίνουν