Βρέθηκε ακριβές λήμμα
μτλιάδα (η)
  • Γεύση δυσάρεστη σε τυρί που το καθιστά ακατάλληλο για βρώση.
    • -Ε Γιώργ', του κυρί σ' μτλιάνι!