μπούντα

Ετυμολογία: ιταλ. punta < λατιν. puncta = πνευμονικό κρυολόγημα, άκρη ακρωτρηρίου

  • Κρύωμα, κρυολόγημα
    • -Πήρα μια μπούντα!
μπουντάκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ

  • Ο ρόζος του ξύλου
    • -Ε του θέλου τούτου του ξύλου. Είνι γιμάτου μπουντάκια
Επίσης ως:
μπουνταλάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. budala

  • Κουτός, αφελής, ανόητος
μπουνταντανίζου
  • Δημιουργώ, προκαλώ δυνατό κρότο, σαν κεραυνό
μπουνταντάνσμα (του)
  1. Κεραυνός
  2. Πολύ δυνατός κρότος
μπουνταταρίζου
  • Περπατώ παραπαίοντας (σαν μεθυσμένος)
μπουντέλ' (του)
  • Η πρόχειρη κολώνα στήριξης
μπουντιάζου
  • Κρυώνω πολύ
    • -Μπουντιάσαμι= παγώσαμε από το κρύο
μπουντιασμένους (ι)
  • Κρυωμένος, παγωμένος
    • -Είμι πουλύ μπουντιασμένους
μπουντράκ' (του)
  • Φυτό κολλιτσίδα (πρόβλημα για τα πρόβατα)
μπουξιάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. bohça

Δείτε:
μπουρ - μπουρ

Ετυμολογία: ονοματοποιημένες συλλαβές από τον ήχο μπουρ που ακούγεται κατά το κουβεντολόγι

  • Πολυλογία
    • -Τσι σα ξικουλλήσασ', μπουρ - μπουρ, αρχινήσασ' του μπουρμπουρστό, ώσπου ξικουμπίθ'κασ', ι καθένας στου τόπου τ' τσι βγάλασ' του σκασμό
μπουρανί (του)
  • Είδος φαγητού (σουπιές μαγειρεμένες με χόρτο παπαρούνα)
μπουράς (ι)
  1. Η κάπνα στο μπουρί της σόμπας
  2. Η γλίτσα του νεροχύτη.
μπούργκ'σμα (του)
  • Τράβηγμα με στρίψιμο
    • -Τ' αυκιά τ' βγάζασ' φουκιές απ' του μπούργκ'σμα
μπουργκίζου
  • Στρίβω, αλλάζω γνώμη, ξεφεύγω
    • -Ντα μπουργκίζ'ς δανά; = γιατί αλλάζεις (γνώμη) τώρα;
    • -Ας μπουργκίσου τ' αυκιά σ'.
μπουργού (η)
  1. Ξυλουργικό εργαλείο για άνοιγμα τρύπας, το τρυπάνι.
  2. Εργαλείο για αφαίρεση φελλού από μπουκάλι, τιρμπουσόν
μπουργούδα (ι)
  • υποκορ. της λ. «μπουργού»
μπούρδα (η)
  1. Χοντροϋφασμένο πανί από φυτικές ίνες που χρησιμοποιείται για την κατασκευή μεγάλων αγροτικών σακιών για την αποθήκευση ή μεταφορά δημητριακών κ.τ.λ.
  2. μτφ. φτηνός, τιποτένιος άνθρωπος
μπουρδουκλώνουμι

Ετυμολογία: μσν. μποδουκλώνομαι < μπεδικλώνομαι, πεδικλώνομαι

  • Μπερδεύομαι, σκοντάφτω και πέφτω
    • -Ντα τσι μπουρδουκλώνισι μεσ' τα πουδάρια μ'!
μπουριτό (του)
  • Αυτό που μπορεί να γίνει, το κατορθωτό.
μπουρλής (ι)
  • Ανόητος, βλάκας
μπουρμάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Κρουνός, βρύση, ποτιστήρι
  2. Εξωμότης χριστιανός
  3. μτφ. δειλός, ανίκανος, ξευτιλισμένος, ανόητος
μπουρμπλιάζου
  • Κάνω κάτι όπως-όπως, γρήγορα και πρόχειρα
    • -Τα μπουρμπλιάσαμι τσι φύγαμι.
μπουρμπουρίζου
  • Μουρμουρίζω, πολυλογώ, γκρινιάζω
    • -Ε μη φτάν' του χάλι μ', έχου τσι σένα να μπουρμπουρίζ'ς ίσια ίσια μεσ' τ' αυκιά μ'
μπουρμπουρστό (του)
  • Μουρμούρισμα, γκρίνια, πολυλογία
    • -Πιάσαν του μπουρμπουρστό, εν έλιγαν να σταμακήσουν
μπουρντίζου

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Στρίβω (πχ το αυτί κάποιου), λυγίζω
μπουσ'κάρου
  • Χαλαρώνω
    • -Μπουσ'κάρσι ι πόνους
μπουσάκ (του)
  • Κακός χαρακτηρισμός ανθρώπου
    • -Είνι τσι φτός ένα μπουσάκ!
μπουστάν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. bostan

  • Χωράφι με πεπονιές ή καρπουζιές
μπουσταντζής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. bostancı

  • Αυτός που έβαζε μποστάνια
    • -Ι Μπιντής ήντου μπουσταντζής
μπουτάκ' (του)
Δείτε:
μπουτζαρμάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. uçurmas

  • Ο χαρταετός
μπουτζάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. baca = καμινάδα

  • Καπνοδόχος
Επίσης ως:
μπουτζιάκ (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Στενό μέρος, γωνιά
    • -Του στρίμουξα του π'λέλ' στου μπουτζιάκ τσι τόπιασα
μπουτζιέρνου

Ετυμολογία: ιταλ.

  • Χιμώ, ορμώ, ρίχνομαι
    • -Μπουτζιάρ'σι να μι φα!
μπουτζουγκρουμένους (ι)
  • Κατσουφιασμένος, συννεφιασμένος.
    • -Ι τσιρός είνι πουλύ μπουτζουγκρουμένους, μπάτσι βρέξ;
    • -Μα ντα διάβουλου έχ'ς; πουλύ μπουτζουγκρουμένου σι βλέπου!
μπουτίνια (τα)
  • Παπούτσια (μποτάκια) που φτάνουν λίγο πιο πάνω από τον αστράγαλο. Άρβυλα επίσημα-εορταστικά
μπούτσος βρακιού
  • Το ανέβασμα του βρακιού από μπρος, για να μπορούν ο άνδρας ή η γυναίκα να κινούνται ελεύθερα και γρηγορότερα
μπούτσους (ι) ή μπούτσα (η)

Ετυμολογία: σλαβ. butsa (= εξόγκωμα) ή αρχ. πόσθη (= το δέρμα που καλύπτει τη βάλανο (= κεφαλή) του πέους > πούτσα

  • Πέος
μπουφούτς (του)
  • Θαμνώδες μονοετές κολλητικό φυτό αγρού με άσχημη μυρωδιά.
μπουχτσ'άς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. bohça

  • Σωρός πραγμάτων τυλιγμένος σε σεντόνι, μπόγος
Επίσης ως:
μπρακ

Ετυμολογία: τουρκ. bırak

  • (προστ.) Σταμάτα
    • -Μπρακ, τσ' ε μπουρώ να σ' ακούγου!
μπρε (επιφών.)

Ετυμολογία: τουρκ. bre

  • Μωρέ, βρε
μπρισίμ
  • Μεταξωτή κλωστή κεντήματος
μπρίτς (του)
  • Άρνηση σε κάτι που μας ζητάνε
    • -Μπρίτς που θα στου δώσου (δείχνοντας και τον αγκώνα μας)
μπρουβαίρνου
  • Κοιτάζω κρυφά και διστακτικά, μισοκρυμμένος πίσω από κάτι.
    • -Του Καταξνούλ' μπρόβαλι στου παναθύρ' να δει τι τρέχ' όξου
    • -Μπρόβιρνι σκη πόρτα του τσιφάλι τ'ς α κ' αχιλώνα!
μπρουκόβου
  • Προκόβω, προοδεύω
    • -Τσ' άμα κάνου τα μάκια μ' τέσσιρα, ξέρ'ς, α μπρουκόψου……….
μπρούλια
  • χρήσιμο στην έκφραση:
    • -Τάφιρι μπρούλια = δυσκολεύθηκε πολύ, τα βρήκε σκούρα
μπρούμ'τα
  • Με τη μύτη (πρόσωπο) προς το έδαφος, μπρούμυτα