-
Κρύωμα, κρυολόγημα
- -Πήρα μια μπούντα!
-
Ο ρόζος του ξύλου
- -Ε του θέλου τούτου του ξύλου. Είνι γιμάτου μπουντάκια
Επίσης ως:
- Κουτός, αφελής, ανόητος
μπουνταντανίζου
- Δημιουργώ, προκαλώ δυνατό κρότο, σαν κεραυνό
μπουνταντάνσμα (του)
- Κεραυνός
- Πολύ δυνατός κρότος
μπουνταταρίζου
- Περπατώ παραπαίοντας (σαν μεθυσμένος)
μπουντέλ' (του)
- Η πρόχειρη κολώνα στήριξης
μπουντιάζου
-
Κρυώνω πολύ
- -Μπουντιάσαμι= παγώσαμε από το κρύο
μπουντιασμένους (ι)
-
Κρυωμένος, παγωμένος
- -Είμι πουλύ μπουντιασμένους
μπουντράκ' (του)
- Φυτό κολλιτσίδα (πρόβλημα για τα πρόβατα)
Δείτε:
μπουρ - μπουρ
Ετυμολογία: ονοματοποιημένες συλλαβές από τον ήχο μπουρ που ακούγεται κατά το κουβεντολόγι
-
Πολυλογία
- -Τσι σα ξικουλλήσασ', μπουρ - μπουρ, αρχινήσασ' του μπουρμπουρστό, ώσπου ξικουμπίθ'κασ', ι καθένας στου τόπου τ' τσι βγάλασ' του σκασμό
μπουρανί (του)
- Είδος φαγητού (σουπιές μαγειρεμένες με χόρτο παπαρούνα)
μπουράς (ι)
- Η κάπνα στο μπουρί της σόμπας
- Η γλίτσα του νεροχύτη.
μπούργκ'σμα (του)
-
Τράβηγμα με στρίψιμο
- -Τ' αυκιά τ' βγάζασ' φουκιές απ' του μπούργκ'σμα
μπουργκίζου
-
Στρίβω, αλλάζω γνώμη, ξεφεύγω
- -Ντα μπουργκίζ'ς δανά; = γιατί αλλάζεις (γνώμη) τώρα;
- -Ας μπουργκίσου τ' αυκιά σ'.
μπουργού (η)
- Ξυλουργικό εργαλείο για άνοιγμα τρύπας, το τρυπάνι.
- Εργαλείο για αφαίρεση φελλού από μπουκάλι, τιρμπουσόν
μπουργούδα (ι)
- υποκορ. της λ. «μπουργού»
μπούρδα (η)
- Χοντροϋφασμένο πανί από φυτικές ίνες που χρησιμοποιείται για την κατασκευή μεγάλων αγροτικών σακιών για την αποθήκευση ή μεταφορά δημητριακών κ.τ.λ.
- μτφ. φτηνός, τιποτένιος άνθρωπος
-
Μπερδεύομαι, σκοντάφτω και πέφτω
- -Ντα τσι μπουρδουκλώνισι μεσ' τα πουδάρια μ'!
μπουριτό (του)
- Αυτό που μπορεί να γίνει, το κατορθωτό.
μπουρλής (ι)
- Ανόητος, βλάκας
- Κρουνός, βρύση, ποτιστήρι
- Εξωμότης χριστιανός
- μτφ. δειλός, ανίκανος, ξευτιλισμένος, ανόητος
μπουρμπλιάζου
-
Κάνω κάτι όπως-όπως, γρήγορα και πρόχειρα
- -Τα μπουρμπλιάσαμι τσι φύγαμι.
μπουρμπουρίζου
-
Μουρμουρίζω, πολυλογώ, γκρινιάζω
- -Ε μη φτάν' του χάλι μ', έχου τσι σένα να μπουρμπουρίζ'ς ίσια ίσια μεσ' τ' αυκιά μ'
μπουρμπουρστό (του)
-
Μουρμούρισμα, γκρίνια, πολυλογία
- -Πιάσαν του μπουρμπουρστό, εν έλιγαν να σταμακήσουν
- Στρίβω (πχ το αυτί κάποιου), λυγίζω
μπουσ'κάρου
-
Χαλαρώνω
- -Μπουσ'κάρσι ι πόνους
μπουσάκ (του)
-
Κακός χαρακτηρισμός ανθρώπου
- -Είνι τσι φτός ένα μπουσάκ!
- Χωράφι με πεπονιές ή καρπουζιές
-
Αυτός που έβαζε μποστάνια
- -Ι Μπιντής ήντου μπουσταντζής
- Ο χαρταετός
-
Στενό μέρος, γωνιά
- -Του στρίμουξα του π'λέλ' στου μπουτζιάκ τσι τόπιασα
-
Χιμώ, ορμώ, ρίχνομαι
- -Μπουτζιάρ'σι να μι φα!
μπουτζουγκρουμένους (ι)
-
Κατσουφιασμένος, συννεφιασμένος.
- -Ι τσιρός είνι πουλύ μπουτζουγκρουμένους, μπάτσι βρέξ;
- -Μα ντα διάβουλου έχ'ς; πουλύ μπουτζουγκρουμένου σι βλέπου!
μπουτίνια (τα)
- Παπούτσια (μποτάκια) που φτάνουν λίγο πιο πάνω από τον αστράγαλο. Άρβυλα επίσημα-εορταστικά
μπούτσος βρακιού
- Το ανέβασμα του βρακιού από μπρος, για να μπορούν ο άνδρας ή η γυναίκα να κινούνται ελεύθερα και γρηγορότερα
μπούτσους (ι) ή μπούτσα (η)
Ετυμολογία: σλαβ. butsa (= εξόγκωμα) ή αρχ. πόσθη (= το δέρμα που καλύπτει τη βάλανο (= κεφαλή) του πέους > πούτσα
- Πέος
μπουφούτς (του)
- Θαμνώδες μονοετές κολλητικό φυτό αγρού με άσχημη μυρωδιά.
- Σωρός πραγμάτων τυλιγμένος σε σεντόνι, μπόγος
Επίσης ως:
-
(προστ.) Σταμάτα
- -Μπρακ, τσ' ε μπουρώ να σ' ακούγου!
- Μωρέ, βρε
μπρισίμ
- Μεταξωτή κλωστή κεντήματος
μπρίτς (του)
-
Άρνηση σε κάτι που μας ζητάνε
- -Μπρίτς που θα στου δώσου (δείχνοντας και τον αγκώνα μας)
μπρουβαίρνου
-
Κοιτάζω κρυφά και διστακτικά, μισοκρυμμένος πίσω από κάτι.
- -Του Καταξνούλ' μπρόβαλι στου παναθύρ' να δει τι τρέχ' όξου
- -Μπρόβιρνι σκη πόρτα του τσιφάλι τ'ς α κ' αχιλώνα!
μπρουκόβου
-
Προκόβω, προοδεύω
- -Τσ' άμα κάνου τα μάκια μ' τέσσιρα, ξέρ'ς, α μπρουκόψου……….
μπρούλια
-
χρήσιμο στην έκφραση:
- -Τάφιρι μπρούλια = δυσκολεύθηκε πολύ, τα βρήκε σκούρα
μπρούμ'τα
- Με τη μύτη (πρόσωπο) προς το έδαφος, μπρούμυτα