Βρέθηκε ακριβές λήμμα
μόλια (τα)

Ετυμολογία: ιταλ.

  • Μικρές πέτρες που τις χρησιμοποιούσαν για να γεμίζουν τα κενά ανάμεσα σε μεγαλύτερες πέτρες κατά το χτίσιμο ώστε η κατασκευή να γίνει πιο στερεή
Παρόμοιες λέξεις
μώλοι (οι)