Βρέθηκε ακριβές λήμμα
μυξιάρκου (του)
  1. Μικρό παιδί (που ακόμα τρέχουν οι μύξες του)
  2. μτφ. Πρόσωπο που σιχαίνεται κανείς να βλέπει ή να συναναστρέφεται.
    • - Ποιό λες, έφτου του μυξιάρκου;