ξιν'τιμένους (ι)
- Ξενιτεμένος
ξινισκουμένους (ι)
- Ο ξελιγωμένος
ξινομός (ι)
-
Το μπάλωμα
- -Φέρι κ' φούστα σ' να βάλου ένα ξινομό
ξινουμώ ή ξινουμίζου
- Ξηλώνω και ξαναπλέκω το φθαρμένο μέρος κάλτσας ή φανέλας
ξινουτρόχαλους (ι)
Ετυμολογία: ξερός + τρόχαλος < αρχ. επίθ. τροχαλός (= λίθος που έγινε στρογγυλός από το νερό)
-
Τοίχος πρόχειρα χτισμένος (συνήθως λιθοδομή, χωρίς τσιμέντο, λάσπη κ.τ.λ.)
- -Ξινουτρόχαλα ντουβάρια
ξινταμπανώνου
- Βγάζω το πάτωμα
ξιντουμανιάζου
- Διώχνω τον καπνό
-
Ξεθολώνει το μυαλό μου
- -Εν αντέχου άλλου. Α νέβγου όξου να ξιντουμανιάσ' του τσιφάλι μ'
Ξιόστουμους
- Χρυσόστομος
ξιπαλ'βανώνου
- Βγάζω το «παλ'βάν» δηλ το σιδερένιο παλούκι με το οποίο έχω δέσει ένα ζώο
ξιπαραλώ
- Ξηλώνω τις ραφές
ξιπατουκής (ι)
- Αυτός που τα ισοπεδώνει όλα, τα ξεπατώνει
ξιπατώνουμι
-
Κατακουράζομαι, μου βγαίνει ο πάτος
- - Ξιπατώστσι σκη δ'λειά!
ξιπέτσουτα (τα)
- Είδος τσομπάνικων παπουτσιών, ραμμένα στο πλάι απ'έξω, με λουράκι αντί για κορδόνια και πάτο από καουτσούκ
Επίσης ως:
ξιπιρ'σεύγου
- Περισσεύω, εξοικονομώ
ξιπιρνιέμι
-
Παραβγαίνω, συναγωνίζομαι
- -Ξιπιρνιόμασταν = παραβγαίναμε στο δρόμο (ποιος θα φθάσει πρώτος)
ξιπιρνώ
-
Ξεπερνώ, υπερβαίνω ένα όριο
- -Έ κη ξιπήραν δα τσι τα χρόνια!
ξιπιτάτς' (του)
- Ο νεοσσός (μόνο επί πτηνών)
ξιπιτραδιάζου
- Βγάζω τις πέτρες από ένα χωράφι
ξιπιτώ
-
Τρέμω στη φράση:
- -Ξιπιτά του μάκι μ' = τρεμοπαίζει
ξιπλανταρώνου
-
Ρίχνω κάποιον κάτω φαρδύ πλατύ. Ξαπλώνω
- -Ξιπλανταρώσαμι κατάχαμα.
ξιπυρώνου
- Επαναφέρω κάτι στη φυσιολογική του θερμοκρασία
ξιράδια (τα)
- Ο εμετός
ξιρακιό (του)
- Ο εμετός
ξιράσματα (τα)
- Ο εμετός
ξιράχμ'σμα (του)
- Το χασμουρητό
ξιραχμίζουμι
-
Χασμουριέμαι
- -Ξιραχμίστσι = Χασμουρήθηκε
ξιρκός (ι)
-
Ο ξερικός, ο ξερός, ο απότιστος
- -Ξιρτσές ντουμάτσις
ξισ'κώνου
- Αντιγράφω σχέδιο (π.χ. κεντήματος)
-
Παροτρύνω κάποιον να κάνει κάτι
- -Η γ'ναίκα τ' τουν ξισήκουσι, φτος εν ήθιλι!
ξισάζου
-
Τακτοποιώ, ετοιμάζω, περιποιούμαι
- -Τσι σας ποιός σας ξισάζ´; = ποιός σας περιποιείται;
ξισάζουμι
-
Ετοιμάζομαι
- -Ι κουκαλιάρ'ς στου μιταξύ ξισάζουνταν να ξικουμπστεί
ξισκακιάζου
- Καθαρίζω τα κόπρανα ανθρώπου
ξισκουλώ
-
Αποφοιτώ από σχολείο
- -Ξισκόλ'σι τσι Ν'κόλας τσι λέγ' τσι τ'ς λουγάρις τ' τσιόλας
ξισπουριαίνου
- Βγάζω τους σπόρους
-
μτφ. αδυνατίζω, χάνω δυνάμεις, γερνώ
- -Ε Μήτρου, πότι α μπαντριφκείς μπε; Άμα ξισπουριάν'ς;
- -Ξισπουριάναμι πλιά = δεν έχουμε δυνάμεις, γεράσαμε
ξιτέλεια (τα)
-
Τα αποτελέσματα που θα έχει (καλά ή κακά)
- -Καλά ξιτέλια νάχ' = καλό τέλος (για αρραβώνα, ταξίδι κ.τ.λ.)
- -Τι ξιτέλια α ν έχ' ε του ξέρου
- Πάχος, λίπος
-
Το έλλειμμα, η ζημιά, το χάσιμο
- -Ξίτζκα ζ'γάζ' ι μπακάλ'ς
- -Ξίτζκου τούβρι του μουρό ι γιατρός
-
μτφ. ξινό στη φράση:
- -Ξιτζ μ' τόβγαλι = μου το έβγαλε ξινό
Επίσης ως:
ξιτζιμπλιάζου
- Βγάζω τη τσίμπλα απ' τα μάτια
ξιτραλακώνουμι
- Ξεζαλίζομαι, συνέρχομαι, ανακουφίζομαι
ξιτσ'λιάζου
- Ξεκοιλιάζω
ξιτσέφαλους (ι)
-
Ο ακέφαλος
- - Ντα τσι π'δας σα ξιτσέφαλους πικ'νός;
ξιτσιραμδώνου
- Βγάζω τα κεραμίδια από τη σκεπή
ξιφκαρώνου
- Βγάζω το μαχαίρι από τη θήκη (φκάρ = θήκη)
ξιφουμάρου
- Τεχνικός όρος των τσαγκαράδων. Αφού τοποθετήσω τη σόλα του παπουτσιού, την καθαρίζω και τη γυαλίζω με ειδικό ξύλινο εργαλείο. Γίνεται για το τελείωμα του παπουτσιού.
ξιφουπαράγαδου (του)
- Ειδικό παραγάδι για το ψάρεμα ξιφία. Η «μάννα» του παραγαδιού έχει μήκος 1000 μέτρα και ανά 50 μέτρα περίπου κρέμεται ένα αγκίστρι. Οι ψαράδες φουντάρουν τα ξιφουπαράγαδα για να μην παρασύρονται από τους ξιφίες
ξιφτ'λίζου
- Φτιάχνω το φιτίλι στο λυχνάρι ή στο φανάρι (καθαρίζω το καμένο μέρος)
-
Καθαρίζω τα αυτιά μου από την κυψελίδα.
- -Ντα φτάν'ς έφτου;
- -Να, ξιφτ'λίζου τ' αυκιά μ'!
ξιφτέρια (τα)
- Τα εξαπτέρυγα
ξίφτου
-
Τσούζω, ξίφκ' Τσούζει
- -Μι ξίφκ' η μύκη μ'!
ξιφτσιάζου
-
Βγάζω πληγή στα χείλη
- -Ξιφτσιάσας τα χείλια μ' = έσκασαν τα χείλη μου