Βρέθηκε ακριβές λήμμα
ξιφτώ
  • (μτβ. και αμτβ.) ξηλώνω (π.χ. ρούχο), φθείρομαι, πεθαίνω
Παρόμοιες λέξεις
ξιφτίζου