ξιφτώ
  • (μτβ. και αμτβ.) ξηλώνω (π.χ. ρούχο), φθείρομαι, πεθαίνω
Επίσης ως:
ξιφχιάς (ι)
  • Το ψάρι ξιφίας.
ξιχαίνου
  • Ξεχνώ
    • -Τώρα τιλιφταία ξιχαίνου πουλύ!
ξιχαλακώνου

Ετυμολογία: ξι + χάλαρο (= χάλασμα, ερείπιο) + ώνω (κατάλ.)

  • Βγάζω τις πέτρες και τα χώματα από ένα μέρος
ξιχανιάρ'ς (ι)
  • Ξεχασιάρης, αυτός που ξεχνάει εύκολα
ξιχέζουμι
  • Νοιώθω την ανάγκη για κένωση του εντέρου
ξιχουρστός (ι)
  • Ο ξεχωριστός
ξιχουρταριάζου
  • Καθαρίζω το χωράφι από τα αγριόχορτα
ξιψαρίζου
  • Βγάζω το αγκίστρι από τα ψάρια που έπιασα
ξόγανου (του)
  • (ξόανον) Ξερός, ακατάδεχτος, ψωροπερήφανος
ξοδ (του)
  1. Οδυρμός και κλάματα, μεγάλη θλίψη
    • -Του ξόδ έκανι = έκλαψε πολύ για την καταστροφή που τον βρήκε
  2. Ο νεκρός που κηδεύεται (τον βγάζουν από το σπίτι)
ξόμπλ' (του)

Ετυμολογία: μσν. εξόμπλιον, υποκορ. του μτγν. έξομπλον

  • Σχέδιο, ζωγραφιά, διακοσμητικό σχέδιο
ξόπιτσα (τα)
Δείτε:
ξόπουρτα (η)
Δείτε:
ξουδιάζου
  • Ξοδεύω
ξουμπλιάζου
  1. Ζωγραφίζω, σχεδιάζω
  2. μτφ. κουτσομπολεύω, κακολογώ
    • -Ντα φτάν'ς έφτου; Μι ξουμπλιάζ'ς; = με ζωγραφίζεις; ή με κακολογείς;
ξουμπλουτό (του)
  • Με σχέδια
    • -Του ξουμπλουτό του χραμέλ' τσι ι τρουβάς ε νι λείπασ' (δεν έλειπαν)
Επίσης ως:
ξούρ' (του)
  • Το κουσούρι
    • -Έιτουτους γι άθρουπους έχ' πουλλά ξούρια!
ξουργιάζου
  • Κακομαθαίνω, αποκτώ ελαττώματα, παίρνω κουσούρια, κακά χούγια.
ξουρέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «ξούρ' = κουσούρι»
ξουρζμός (ι)
  • Εξορία
    • -Βαρέστσι του ξουρζμό τ' τσι γύρσι πίσου!
ξουρθώματα
  • Κατορθώματα
ξουρθώνου
  1. Κάνω, ασχολούμαι με κάτι -Τι ξουρθών'ς; = με τι ασχολείσαι;
  2. Επιδιώκω να πετύχω μια δουλειά, διεκπεραιώνω, κατορθώνω, καταφέρνω
    • -Φουβάσι μπάτσι ε τα ξουρθώις'; = με την έννοια ότι είσαι τόσο ικανός που τελικά θα τα καταφέρεις (στην ουσία μην φοβάσαι, θα τα καταφέρεις)
ξουριάζου
  • Μένω ακυβέρνητος με σκάφος (π.χ. όταν η βάρκα μου, λόγω κακοκαιρίας, απομακρύνεται, παρά τη θέλησή μου, από τον τόπο προορισμού μου π.χ. από το λιμάνι).
    • -Ι τσιρός ξούριασι του καΐκ.
    • -Ήβγαμι να ψαρέψουμι, σκώστσι ένας αγέρας, μας ξόρ'σι σκη Χιό.
ξουρλής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Αυτός που έχει κουσούρι (ελάττωμα σωματικό ή πνευματικό)
ξουρλούδ'κου (του)
  • Το ελαττωματικό
ξουχάρ'ς (ι)
  • Αγρότης
ξτέλ' (του)

Ετυμολογία: λατιν

  • Πήλινο πιάτο
    • -Κιόρα μεσ' του ξτέλι σ'= κοίταξε το πιάτο σου
ξτέρ' (του)
  • Το γεράκι
ξτιλέλ' (του)
  • Μικρό τσουκάλι
    • -Όσου κάτι του ξτιλέλ',
    • τόσου βάζ' καλό φαγέλ'!
ξύγκλα (η)

Ετυμολογία: από το επίθ. οξύ + ούγγλα < λατιν. ungula = νύχι, οπλή αλόγου

  • Εξάρτημα αργαλειού. Σιδερένια βέργα που αποτελείται από 2 μέρη τα οποία ενώνονται μεταξύ τους με ένα κρίκο και που το καθένα έχει στο κάθε του άκρο 3 μικρές προεξωχές-δόντια και χρησιμοποιείται για το τέντωμα του πανιού κατά την ύφανσή του στον αργαλειό
Επίσης ως:
ξύδα (η)
  • Η καούρα του στομαχιού
    • -Μ'έπιασι μια ξύδα απ' τα κρουμμύδια πόφαγα
ξύνου
  • μτφ. κερδίζω σε τζόγο
    • -Μας τα κούισι ούλα = μας τα πήρε όλα .
Επίσης ως:
ξυπνητάδα (η)
  • Η εξυπνάδα
ξυραφίδα (η)
  • Ο σουγιάς
ξύσσα (η)
  • Φαγούρα
    • -Ντα να του ποίσου στου γιαλό του μπάνιου; Να μι φα γι' αρμύρα; Να μι πιάσ' ξύσσα;. Πιο καλά μεσ' κη σκάφ'. Ίσια δ'λειά. Ντα ε ντούξιρα να βρουμίσου!
ξω
Δείτε:
ξώκλιτου (του)
  • Ο ανοιχτός χωρίς στέγη χώρος, ο πρόναος των εκκλησιών
ξώλαμπρα (επίρρ.)
  • Μετά το Πάσχα
ξώπιτσα
  • Ελαφρό χτύπημα, ελαφρός τραυματισμός (έξω από το πετσί μου)
    • -Μι πήρι ξώπιτσα!
ξώπουρτα (η)
  • Εξώπορτα
    • -Βρόντουμ' μια ώρα κη ξώπουρτα μα σεις έχ'τι φαίνιτι λακιρντί. Ντα λέτι;
Επίσης ως:
ξώπροικα (τα)
  • Τα επί πλέον της συμφωνημένης προίκας
    • -Ξώπροικου είνι τούτου του χουράφ'!
ξώφαλτσα (επίρρ.)
  • Κάτι που πέρασε κοντά από το στόχο, ακροθιγώς
ξώφτιρνα
  • Παπούτσια με ανοιχτό το πίσω μέρος του πέλματος (έξω φτέρνα)