ξιφχιάς (ι)
- Το ψάρι ξιφίας.
ξιχαίνου
-
Ξεχνώ
- -Τώρα τιλιφταία ξιχαίνου πουλύ!
- Βγάζω τις πέτρες και τα χώματα από ένα μέρος
ξιχανιάρ'ς (ι)
- Ξεχασιάρης, αυτός που ξεχνάει εύκολα
ξιχέζουμι
- Νοιώθω την ανάγκη για κένωση του εντέρου
ξιχουρστός (ι)
- Ο ξεχωριστός
ξιχουρταριάζου
- Καθαρίζω το χωράφι από τα αγριόχορτα
ξιψαρίζου
- Βγάζω το αγκίστρι από τα ψάρια που έπιασα
ξόγανου (του)
- (ξόανον) Ξερός, ακατάδεχτος, ψωροπερήφανος
ξοδ (του)
-
Οδυρμός και κλάματα, μεγάλη θλίψη
- -Του ξόδ έκανι = έκλαψε πολύ για την καταστροφή που τον βρήκε
- Ο νεκρός που κηδεύεται (τον βγάζουν από το σπίτι)
- Σχέδιο, ζωγραφιά, διακοσμητικό σχέδιο
ξόπιτσα (τα)
Δείτε:
ξουδιάζου
- Ξοδεύω
ξουμπλιάζου
- Ζωγραφίζω, σχεδιάζω
-
μτφ. κουτσομπολεύω, κακολογώ
- -Ντα φτάν'ς έφτου; Μι ξουμπλιάζ'ς; = με ζωγραφίζεις; ή με κακολογείς;
ξουμπλουτό (του)
-
Με σχέδια
- -Του ξουμπλουτό του χραμέλ' τσι ι τρουβάς ε νι λείπασ' (δεν έλειπαν)
Επίσης ως:
ξούρ' (του)
-
Το κουσούρι
- -Έιτουτους γι άθρουπους έχ' πουλλά ξούρια!
ξουργιάζου
- Κακομαθαίνω, αποκτώ ελαττώματα, παίρνω κουσούρια, κακά χούγια.
ξουρέλ' (του)
- υποκορ. της λ. «ξούρ' = κουσούρι»
ξουρζμός (ι)
-
Εξορία
- -Βαρέστσι του ξουρζμό τ' τσι γύρσι πίσου!
ξουρθώματα
- Κατορθώματα
ξουρθώνου
- Κάνω, ασχολούμαι με κάτι -Τι ξουρθών'ς; = με τι ασχολείσαι;
-
Επιδιώκω να πετύχω μια δουλειά, διεκπεραιώνω, κατορθώνω, καταφέρνω
- -Φουβάσι μπάτσι ε τα ξουρθώις'; = με την έννοια ότι είσαι τόσο ικανός που τελικά θα τα καταφέρεις (στην ουσία μην φοβάσαι, θα τα καταφέρεις)
ξουριάζου
-
Μένω ακυβέρνητος με σκάφος (π.χ. όταν η βάρκα μου, λόγω κακοκαιρίας, απομακρύνεται, παρά τη θέλησή μου, από τον τόπο προορισμού μου π.χ. από το λιμάνι).
- -Ι τσιρός ξούριασι του καΐκ.
- -Ήβγαμι να ψαρέψουμι, σκώστσι ένας αγέρας, μας ξόρ'σι σκη Χιό.
- Αυτός που έχει κουσούρι (ελάττωμα σωματικό ή πνευματικό)
ξουρλούδ'κου (του)
- Το ελαττωματικό
ξουχάρ'ς (ι)
- Αγρότης
-
Πήλινο πιάτο
- -Κιόρα μεσ' του ξτέλι σ'= κοίταξε το πιάτο σου
ξτέρ' (του)
- Το γεράκι
ξτιλέλ' (του)
-
Μικρό τσουκάλι
- -Όσου κάτι του ξτιλέλ',
- τόσου βάζ' καλό φαγέλ'!
- Εξάρτημα αργαλειού. Σιδερένια βέργα που αποτελείται από 2 μέρη τα οποία ενώνονται μεταξύ τους με ένα κρίκο και που το καθένα έχει στο κάθε του άκρο 3 μικρές προεξωχές-δόντια και χρησιμοποιείται για το τέντωμα του πανιού κατά την ύφανσή του στον αργαλειό
Επίσης ως:
ξύδα (η)
-
Η καούρα του στομαχιού
- -Μ'έπιασι μια ξύδα απ' τα κρουμμύδια πόφαγα
ξυπνητάδα (η)
- Η εξυπνάδα
ξυραφίδα (η)
- Ο σουγιάς
ξύσσα (η)
-
Φαγούρα
- -Ντα να του ποίσου στου γιαλό του μπάνιου; Να μι φα γι' αρμύρα; Να μι πιάσ' ξύσσα;. Πιο καλά μεσ' κη σκάφ'. Ίσια δ'λειά. Ντα ε ντούξιρα να βρουμίσου!
ξώκλιτου (του)
- Ο ανοιχτός χωρίς στέγη χώρος, ο πρόναος των εκκλησιών
ξώλαμπρα (επίρρ.)
- Μετά το Πάσχα
ξώπιτσα
-
Ελαφρό χτύπημα, ελαφρός τραυματισμός (έξω από το πετσί μου)
- -Μι πήρι ξώπιτσα!
ξώπουρτα (η)
-
Εξώπορτα
- -Βρόντουμ' μια ώρα κη ξώπουρτα μα σεις έχ'τι φαίνιτι λακιρντί. Ντα λέτι;
Επίσης ως:
ξώπροικα (τα)
-
Τα επί πλέον της συμφωνημένης προίκας
- -Ξώπροικου είνι τούτου του χουράφ'!
ξώφαλτσα (επίρρ.)
- Κάτι που πέρασε κοντά από το στόχο, ακροθιγώς
ξώφτιρνα
- Παπούτσια με ανοιχτό το πίσω μέρος του πέλματος (έξω φτέρνα)