Βρέθηκε ακριβές λήμμα
ξισ'κώνου
  1. Αντιγράφω σχέδιο (π.χ. κεντήματος)
  2. Παροτρύνω κάποιον να κάνει κάτι
    • -Η γ'ναίκα τ' τουν ξισήκουσι, φτος εν ήθιλι!