Βρέθηκε ακριβές λήμμα
ξίτζ (του)

Ετυμολογία: μσν. ξύγγι(ον)

  1. Πάχος, λίπος
  2. Το έλλειμμα, η ζημιά, το χάσιμο
    • -Ξίτζκα ζ'γάζ' ι μπακάλ'ς
    • -Ξίτζκου τούβρι του μουρό ι γιατρός
  3. μτφ. ξινό στη φράση:
    • -Ξιτζ μ' τόβγαλι = μου το έβγαλε ξινό
Παρόμοιες λέξεις
ξίτζκου (του)