Βρέθηκε ακριβές λήμμα
ξίγκ'κους (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. eksik = έλλειψη

  • Λειψός, που του λείπει βάρος
Παρόμοιες λέξεις
ξίτσ'κους