Βρέθηκε ακριβές λήμμα
μπουχτσ'άς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. bohça

  • Σωρός πραγμάτων τυλιγμένος σε σεντόνι, μπόγος
Παρόμοιες λέξεις
μπουξιάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. bohça