Βρέθηκε ακριβές λήμμα
μπουρμπουρστό (του)
  • Μουρμούρισμα, γκρίνια, πολυλογία
    • -Πιάσαν του μπουρμπουρστό, εν έλιγαν να σταμακήσουν