γκούτα (η)
  • Η κούτα, το κουτί
γκουτζγκούν' (του)
  • Χοντρό ξύλο με ρόζους
γκούτρουλας (ι)
Δείτε:
γκράς (ι) (πληθ. γκράδις)
  • Είδος στρατιωτικού οπισθογεμούς τουφεκιού, στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
γκτζάν' (του)
  • Μικρό γκρινιάρικο παιδί
γκτζούμπους (ι)
  1. Υπόλοιπο κορμού που μένει στη γη και προεξέχει, μετά το κόψιμο του δένδρου.
  2. μτφ. άνθρωπος χαμηλού αναστήματος
    • -Είνι αψ'λός;
    • -Ένας γκτζούμπους είνι!
γλάρ (του)
  • Η άσπρη λουρίδα σαν σπιρτόξυλο που μένει όταν σπάσει ένα σπυρί (μια μαύρη) και βγει το πύον. Το «γλαρ» βγαίνει μετά από δεύτερο ζούληγμα.
γλάστρα (η)
  • Είσοδος σε ξερολιθιά χωραφιού
γλαστρί (του)
  • Το κάτω μέρος από σπασμένο πήλινο κανάτι, που το είχαν για να πίνουν νερό οι κότες κυρίως ή για να βάζουν το αραιό σαπούνι τους οι νοικοκυρές.
γλαστρώνου
  1. Τοποθετώ σε γλάστρα
  2. μτφ. σπάζω
    • -Ας γλαστρώσου του γδί σ' = θα σπάσω το κεφάλι σου.
γλέγουμι
Δείτε:
γλειφιτζούρ' (του)
  • Καραμέλα πάνω σε ξυλάκι
γλέχουμι

Ετυμολογία: αρχ. γλίχομαι (= ορέγομαι, ποθώ σφόδρα κάτι)

  • Λαχταρώ, επιθυμώ πολύ, λιμπίζομαι
Επίσης ως:
γληγουρέλ' (του)
  • Μικρό παιδί που συνόδευε το αρραβωνιασμένο ζευγάρι στις εξόδους του ως φύλακας, για να μην παρεκτραπεί το ζευγάρι σε πράξεις που ήταν εκτός του πρωτοκόλλου του αρραβώνα.
γλί (του)

Ετυμολογία: μσν. γουλί < αρχ. άγλιον, υποκορ.του άγλις (= κεφαλή σκόρδου)

  1. Γουλί = ο βλαστός των χορταρικών και κυρίως το κοτσάνι των λαχανικών.
  2. μτφ. ξυρισμένο ή πολύ κοντά κουρεμένο κεφάλι, ώστε να φαίνεται το δέρμα
    • -Κουρεύτσι γλι
γλιά (ι)
  • Η γουλιά
γλιθμώ
  • Λιποθυμώ
γλιθυμιά (η)
  • Η λιποθυμία
γλίνα (ι)
  • μτφ. Γλειώδης και φορτικός άνθρωπος
γλινούδα (η)
  • υποκορ.της λ. «γλίνα»
γλιντίζου
  • Περνώ την ώρα μου ευχάριστα, διασκεδάζω, παίζω
    • -Τι να κάν' του μουρέλι μ'; Ούλη μέρα μουναχό, καλά που έχ' του πουδηλατέλι τ' τσι γλιντίζ' κουμματέλ'
γλιτζιάζου
  • Λερώνομαι, βρομίζω
γλιτζιάρ'ς (ι)
  • Ο βρομιάρης
γλιτζού (η)
  • η βρομιάρα, η ανοικοκύρευτη
γλιτσιρίδα (η)
  • Είδος φαγώσιμου χόρτου
γλιτώματα (τα)
  • Οι τελευταίες εργασίες για την ολοκλήρωση ενός έργου
    • -Είμαστι στα γλιτώματα! = τελειώνουμε
γλιχάρ'ς (ι)

Ετυμολογία: από το ρ. γλίχομαι (= επιθυμώ, ορέγομαι)

  • Ο λιχούδης, ο λιγούρης
Επίσης ως:
γλουσσού (η)
  • Αυτή που μιλάει πολύ και συνήθως με άσχημα λόγια
γλουσσουφαγιά (η)
  • Αναποδιά εξαιτίας ματιάσματος, βάσκανα σχόλια
γλυστήρ - μιγιώκ'
  • Παιδικό παιχνίδι
γλυστρίδα (η)
Δείτε:
γλω
  • Καθαρίζω τον πυθμένα του πηγαδιού.
γνουσ'κός (ι)

Ετυμολογία: αρχ. γνωστικός

  • Ο μυαλωμένος, ο συνετός
γνουστεύγου
  • Συνετίζομαι, σωφρονίζομαι, γίνομαι γνωστικός
γουβούδα (η)

Ετυμολογία: αλβ. guve =λάκκος

  • Μικρή γούβα, μικρό κοίλωμα του εδάφους, μικρή λακκούβα
γούλα (η)

Ετυμολογία: λατιν. gula = λαιμός, οισοφάγος

  • Ξύλινο στέλεχος του αλετριού που πάει ως τον ζυγό
Επίσης ως:
γουμανό (του)
  • Το γεμάτο, το παχουλό, το αφράτο, όχι ξερό (π.χ. σύκο)
γουμάρ' (του)
  • Φορτίο ζώου, βάρος (αρχ. γόμος)
γουμαριάζου
  • Φορτώνω
Γούν'ς
  • Ιγνάτιος
γουνιά (η)
  1. Γωνία
  2. Τζάκι
  3. Πελεκημένη πέτρα για χτίσιμο στη γωνία του σπιτιού
    • Φρ.: -Δε (δες) ούγια τσι πάρι πανί, δε (δες) γουνιά τσι πάρι πιδί
γουνιάζου
  • Ταιριάζω
    • -Ήρθι τσι γώνιασι = ταίριαξε γάντι
    • Έ γουνιάζ' = δε βολεύει
γουνιούδα (η)
  • υποκορ.της λ. «γουνιά»
γουντζίζου
Δείτε:
γουντζμακιό (του)
  • Ο γογγυσμός, το βογκητό
γουντζτό (του)
  • Ο γογγυσμός, το βογκητό
γούπα (η)

Ετυμολογία: μτγν βώξ < αρχ βόαξ

  • Η γόπα (Είδος ψαριού)
γουπόδιχτου (του)
  • Ειδικό δίχτυ για το ψάρεμα της γόπας
γουργουγιάννης (ι)
  • Θαμνώδες φυτό με λουλουδάκι.
γούργουλας (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. ή βυζαντ. γούργουρος < γούργουρας

  1. Παλιό πήλινο υδροδοχείο με τρυπητό στόμιο.
  2. μτφ. ο πολυλογάς