γκούτα (η)
- Η κούτα, το κουτί
γκουτζγκούν' (του)
- Χοντρό ξύλο με ρόζους
γκούτρουλας (ι)
Δείτε:
γκράς (ι) (πληθ. γκράδις)
- Είδος στρατιωτικού οπισθογεμούς τουφεκιού, στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
γκτζάν' (του)
- Μικρό γκρινιάρικο παιδί
γκτζούμπους (ι)
- Υπόλοιπο κορμού που μένει στη γη και προεξέχει, μετά το κόψιμο του δένδρου.
-
μτφ. άνθρωπος χαμηλού αναστήματος
- -Είνι αψ'λός;
- -Ένας γκτζούμπους είνι!
γλάρ (του)
- Η άσπρη λουρίδα σαν σπιρτόξυλο που μένει όταν σπάσει ένα σπυρί (μια μαύρη) και βγει το πύον. Το «γλαρ» βγαίνει μετά από δεύτερο ζούληγμα.
γλάστρα (η)
- Είσοδος σε ξερολιθιά χωραφιού
γλαστρί (του)
- Το κάτω μέρος από σπασμένο πήλινο κανάτι, που το είχαν για να πίνουν νερό οι κότες κυρίως ή για να βάζουν το αραιό σαπούνι τους οι νοικοκυρές.
γλαστρώνου
- Τοποθετώ σε γλάστρα
-
μτφ. σπάζω
- -Ας γλαστρώσου του γδί σ' = θα σπάσω το κεφάλι σου.
γλειφιτζούρ' (του)
- Καραμέλα πάνω σε ξυλάκι
- Λαχταρώ, επιθυμώ πολύ, λιμπίζομαι
Επίσης ως:
γληγουρέλ' (του)
- Μικρό παιδί που συνόδευε το αρραβωνιασμένο ζευγάρι στις εξόδους του ως φύλακας, για να μην παρεκτραπεί το ζευγάρι σε πράξεις που ήταν εκτός του πρωτοκόλλου του αρραβώνα.
- Γουλί = ο βλαστός των χορταρικών και κυρίως το κοτσάνι των λαχανικών.
-
μτφ. ξυρισμένο ή πολύ κοντά κουρεμένο κεφάλι, ώστε να φαίνεται το δέρμα
- -Κουρεύτσι γλι
γλιά (ι)
- Η γουλιά
γλιθμώ
- Λιποθυμώ
γλιθυμιά (η)
- Η λιποθυμία
γλίνα (ι)
- μτφ. Γλειώδης και φορτικός άνθρωπος
γλινούδα (η)
- υποκορ.της λ. «γλίνα»
γλιντίζου
-
Περνώ την ώρα μου ευχάριστα, διασκεδάζω, παίζω
- -Τι να κάν' του μουρέλι μ'; Ούλη μέρα μουναχό, καλά που έχ' του πουδηλατέλι τ' τσι γλιντίζ' κουμματέλ'
γλιτζιάζου
- Λερώνομαι, βρομίζω
γλιτζιάρ'ς (ι)
- Ο βρομιάρης
γλιτζού (η)
- η βρομιάρα, η ανοικοκύρευτη
γλιτσιρίδα (η)
- Είδος φαγώσιμου χόρτου
γλιτώματα (τα)
-
Οι τελευταίες εργασίες για την ολοκλήρωση ενός έργου
- -Είμαστι στα γλιτώματα! = τελειώνουμε
- Ο λιχούδης, ο λιγούρης
Επίσης ως:
γλουσσού (η)
- Αυτή που μιλάει πολύ και συνήθως με άσχημα λόγια
γλουσσουφαγιά (η)
- Αναποδιά εξαιτίας ματιάσματος, βάσκανα σχόλια
γλυστήρ - μιγιώκ'
- Παιδικό παιχνίδι
γλυστρίδα (η)
Δείτε:
γλω
- Καθαρίζω τον πυθμένα του πηγαδιού.
- Ο μυαλωμένος, ο συνετός
γνουστεύγου
- Συνετίζομαι, σωφρονίζομαι, γίνομαι γνωστικός
- Μικρή γούβα, μικρό κοίλωμα του εδάφους, μικρή λακκούβα
- Ξύλινο στέλεχος του αλετριού που πάει ως τον ζυγό
Επίσης ως:
γουμανό (του)
- Το γεμάτο, το παχουλό, το αφράτο, όχι ξερό (π.χ. σύκο)
γουμάρ' (του)
- Φορτίο ζώου, βάρος (αρχ. γόμος)
γουμαριάζου
- Φορτώνω
Γούν'ς
- Ιγνάτιος
γουνιά (η)
- Γωνία
- Τζάκι
-
Πελεκημένη πέτρα για χτίσιμο στη γωνία του σπιτιού
- Φρ.: -Δε (δες) ούγια τσι πάρι πανί, δε (δες) γουνιά τσι πάρι πιδί
γουνιάζου
-
Ταιριάζω
- -Ήρθι τσι γώνιασι = ταίριαξε γάντι
- Έ γουνιάζ' = δε βολεύει
γουνιούδα (η)
- υποκορ.της λ. «γουνιά»
γουντζμακιό (του)
- Ο γογγυσμός, το βογκητό
γουντζτό (του)
- Ο γογγυσμός, το βογκητό
- Η γόπα (Είδος ψαριού)
γουπόδιχτου (του)
- Ειδικό δίχτυ για το ψάρεμα της γόπας
γουργουγιάννης (ι)
- Θαμνώδες φυτό με λουλουδάκι.
- Παλιό πήλινο υδροδοχείο με τρυπητό στόμιο.
- μτφ. ο πολυλογάς