Βρέθηκε ακριβές λήμμα
κούτρουλας (ι)
  • Κουμάρι ή σταμνί που του λείπουν (έχουν σπάσει) τα χέρια και το στόμιο
Παρόμοιες λέξεις
γκούτρουλας (ι)