γ'αλιπού κατό χρουνώ τ' αλιπέλ' κατό δέκα
  • Όταν ο νεότερος προβάλλει ως πιο σοφός
γ'δάρ'ς (ι)

Ετυμολογία: γίδι + παραγωγ. κατάλ -άρης

  • Κτηνοτρόφος που έχει κατσίκια. Γιδάρης
γ'δί (του)
  1. Γουδί
  2. μτφ. κεφάλι
    • -Άι σκάσι, μη σ'δώσου καμιά πα στου γ'δί σ' τσι στ' ανοίξου, παλιουκατσίκα
Επίσης ως:
γ'δούρ (του)
  • Κουρέλι
    • -Γ'δούρ τουν βγάλαν = τον έκαναν κουρέλι
γ'δόχειρους (ι)
  • Το γουδοχέρι
γ'ναίτσις (οι)
  • Γυναίκες
γ'νάκ' (του)
  • Το γινάτι, το πείσμα
    • -Έ του έρμου του ζω, γ'νάκ!
    • -Άιντι κουπιλούδις κόντρα βρη να τουν κάνουμι πιο όμουρφου του θ'κό μας του ‘πτάφιου στου γ'νάκ' ντουν
γ'νατσίς (ι)
  • Ο πεισματάρης
γ'νατώνου
  • Πεισμώνω
γ'νικάς (ι)
  • Γυναικάς
γ'νικουμάν (του)
  • Το γυναικομάνι
γ'νικουτός (ι)
  • Γυναικωτός, θηλυπρεπής
γ'νιτσείσια (τα)
  • Γυναικεία
    • -Γ'νιτσείσια στασίδια
γ'τέβγου
  • Γητεύω, μαγεύω, κάνω μαγικά για να γιατρέψω κάποια ασθένεια
Επίσης ως:
γ'τον' (οι)
  • Οι γείτονες
γ'τουνεύγου
  • Επισκέπτομαι φιλικό σπίτι
γ'τουνιά (η)
  • Η γειτονιά, η συνοικία
γ'τουνιό (του)
  • Επίσκεψη σε φιλικό σπίτι
    • -Φεύγαμι στου γ'τουνιό τσ' αφήναμε ανοιχτά τα πσιτέλια.
γαβάθα (η)

Ετυμολογία: μσν. (γ)καβάτα, λατιν. gavata και gabata < αραβ. kaba = ξύλινο δοχείο, βαθύ πήλινο ή ξύλινο πιάτο ή ποτήρι

  • Πρόχειρο παραδοσιακό σκεύος μεγάλων διαστάσεων και χωρητικότητας (συνηθισμένο σκεύος ελαιοτριβείων για τη μεταφορά ελαιοπολτού)
γαβάτατζης (ι)
  • Ο εργάτης του ελαιοτριβείου που κουβαλούσε με τη γαβάθα (ή γαβάτα) τον πολτό της ελιάς προς το πιεστήριο
Γαβραγίλους (ι)
  • Γαβριήλ
γαβριάζου
  • Θορυβώ. Κυρίως λέγεται όταν ο θόρυβος προέρχεται από πολλά άτομα.
Γαβρίλους (ι)
  • Γαβριήλ
γάζα (η)
  • Ο ρύπος
γαζιάρ'ς (ι)
  • Βρόμικος, λερωμένος, ρυπαρός
γαϊδάρ παρλείς πουρδές ακούς
  • Με κακές συναναστροφές ανάλογα λόγια θα ακούσεις.
γαϊδαρουμάλλ' (του)
  • Είδος χόρτου που πιάνει σκουλήκι και αν το φάνε τα πρόβατα ψοφάνε. Παραδόξως εκεί φύεται και το πιο νόστιμο μανιτάρι.
Επίσης ως:
γαϊδουρέλ' (του)
  • Μικρό γαϊδούρι
γαϊδουροδρομίες (οι)
  • Εκδήλωση του Συλλόγου των Απανταχού Ερεσίων «Ο Θεόφραστος» που γινόταν κάθε καλοκαίρι στην Ερεσό, συνήθως τον μήνα Αύγουστο
γαϊδουρουμάλλ'
γαϊδουρουμουδίστρα (η)
  • Επαγγελματίας που στολίζει εξαρτήματα ζώων (καπλουδέτις, καπίστρια κ.τ.λ.)
γαϊδουρουμούλαρου (του)
  • Από μητέρα γαϊδάρα και άλογο πατέρα
γαλαπόδια (τα)
  • Είδος γλυκού χόρτου (την άνοιξη βγάζουν ένα μοβ λουλούδι που μπορεί να διατηρηθεί ξερό)
γαλατσίδες (οι)
  • Είδος χόρτου που ανήκει στην οικογένεια των ραδικιών
γαλέλους (ι)
  • Κοσμητικό επίθετο. Γελοίος, ανόητος, ελαφρόμυαλος.
γαλιά (η)
  1. Η ξερή κολοκύθα. Χρησιμοποιείται από τους ψαράδες για να κρατάει το δίχτυ στην επιφάνεια της θάλασσας αλλά και γενικά ως σκεύος μεταφοράς υγρών.
  2. Ο σκίουρος
γάλια - γάλια
  • Σιγά - σιγά
    • -Γάλια να δεις = σιγά να δεις, περίμενε να δεις
γαλιούδα (η)
  • Μικρή ξερή κολοκύθα ή μικρός σκίουρος
γαλούδ'κου πρόβατου (του)
  • Πρόβατο που δίνει γάλα.
γάλπου πρόβατου (του)
  • Μαυροκέφαλο αλλά με μια άσπρη κάθετη γραμμή από την κορυφή μέχρι τα ρουθούνια.
γανιασμένους (ι)
  • Διψασμένος, μτφ. ταλαιπωρημένος
γανουκ'κά
  • Γανωμένα σκεύη
    • -Κουριλούδις, γανουκ'κά, χαρανιά τσ' άλλα πουλλά πήρι για προίκα!
γανουτζής (ι)
  • Γανωτής δηλ. τεχνίτης που έχει ως επάγγελμα την κάλυψη χάλκινων σκευών με κασσίτερο (συν. καλαϊτζής)
γαριάζου
  • Λερώνω, κάνω κάτι κιτρινωπό
    • -Γω φταίγου. Να σ' άφ'να να γαριάσ'ς, που σι μιγάλουσα για να μας πουκίσ' ψατσιά
γαρνιάζου
  • Φωνάζω, στριγγλίζω
γαρούμαλου (του)
  • Άγριο μονοετές χόρτο που τρώγεται
γάτζνας (ι)
γάτος
  • Είδος φυτού. Βγαίνει μέσα από τα βράχια. Η ρίζα του είναι σας του ρεπανιού και είναι γλυκό.
γδί (του)
Δείτε:
γειά (η)
  • Η υγεία