Βρέθηκε ακριβές λήμμα
γλιχάρ'ς (ι)

Ετυμολογία: από το ρ. γλίχομαι (= επιθυμώ, ορέγομαι)

  • Ο λιχούδης, ο λιγούρης
Παρόμοιες λέξεις
λ'μάρς