γουρί (του)
- Παιδικό παιχνίδι
γουρουνόψαρου (του)
- Είδος ψαριού
- Γρουσούζης
γουρσουζεύγου
-
Ματιάζω
- -Άσι μπε να βρέξ' κουμμάκ', μη του γουρσουζεύγ'ς, είχαμι ξιραθεί για τα καλά!
γουρσουζιά (η)
- Η δυσοίωνη ενέργεια του γρουσούζη
γουρσουσλιμές (ι)
Δείτε:
γούτσπας (ι)
- Υπόλειμμα χορταρένιας σκούπας, ύστερα από χρήση ετών
-
μτφ. για ένα κοντόχοντρο άτομο
- -Εμ, πού πήγι τσι κ' ήβρι; Στραβώστσι του μουρό μ'; Φκη είνι ένας γούτσπας!
γόφους (ι)
- Ο γοφός
γραγούδα (η)
- Πήλινο δοχείο χωρίς χερούλια ειδικό για το βράσιμο κουκιών
-
μτφ. το φαλακρό κεφάλι
- -Ας κόψου μια πας κη γραγούδας = θα σου δώσω μια πάνω στο φαλακρό κεφάλι σου.
- Μετρώ την πυκνότητα ενός υγρού
- Μετρητής πυκνότητας υγρών, βαθμός (πυκνότητας)
γραμμακ'ζούμιν' (οι)
-
Που ξέρουν γράμματα, μορφωμένοι
- -Μπε, συ που κάν'ς τσι του γραμμακ'ζούμινου, ε βλέπ'ς τα χάλια μας;
γρέγους (ι)
- Είδος ανέμου
γρέντζους (ι)
-
Η γριά (υποτιμητικά)
- -Μη τουν σ'νουρίζισι του παλιουγρέντζου. Είνι σαλεμένου του μυαλό τ'ς = την παλιόγρια
γρηπίδα (η)
- Προεξοχή στο πάνω μέρος του τοίχου των σπιτιών για ν' ακουμπά η στέγη (αρχ. «κρηπίς»)
γριάδ'κου (του)
-
Χώρος της εκκλησίας για τις γριές
- -Μι του δέφτι λάβιτι φως, ανάβγαμι τσ' λαμπάδις τσι γι γ'ναίτσις αρχινούσας κ' αχταγή μες του γριάδ'κου.
- Ψιλό μαλλί, χειροποίητο από μαλλί προβάτου με το οποίο πλέκουν κάλτσες και φανέλες
γριντίδκου (του)
-
Ό,τι δεν έχει τοποθετηθεί σωστά ή η κατασκευή που δεν είναι καλή
- -Π.χ. γριντίδκους κοίχους, γριντίδκα τσιραμίδια
γριπ'τσίδις (οι)
- Οι ψαράδες που δουλεύουν σε γρίπο (= τράτα)
γριτζανίζου
-
Τρώγω κάτι με θόρυβο (π.χ. παξιμάδια)
- Ι πικ'κός γριτζανίζ' του ξύλου = ο ποντικός τρώει το ξύλο .
γριτσίζου
-
Ευχαριστιέμαι, ικανοποιούμαι, απολαμβάνω κάτι
- -Ένι γρίτσσι! = δεν ευχαριστήθηκε
γρο (του)
-
Υγρό
- -Πα στου γρο του γιουφύρ ήντου πισμένους
γροικώ
-
Καταλαβαίνω, κατανοώ, παίρνω χαμπάρι, νογάω
- -Έ γροικάς κίπουτα!
- -Έ γροίκ'σα του φαγί μ'. Τόφαγα στα βιασκά! = δεν το «κατάλαβα» δεν το ευχαριστήθηκα.
γρούβα (η)
- Είδος χορταρικού σαν τη λαψάνα
γρούν' (του)
-
Γουρούνι
- -Τ'κλέψαν του γρούν'.
γρουσούγζς (ι)
- βλ. λ. «γουρσούγζς»
γυαλουκουπώ
- Αστράφτω από καθαριότητα, λάμπω
γυαλουντούλαπου (του)
- Ντουλάπι μέσα στο οποίο έβαζαν τα γυαλικά και τα γλυκά
- Γάιδαρος χωρίς σαμάρι
- Οι έχοντες γυμνούς κώλους στην παραλία (αυτοί που δεν φορούν μαγιό, οι γυμνιστές)
- μτφ. οι φτωχοί
γυρεύγου
-
Ψάχνω, ζητώ
- - Τα μάκια χάσαμι, τσι τα φρύδια γυρεύγουμι = αντί να ασχολούμαστε με τα σημαντικά καταπιανόμαστε με τα ασήμαντα
- -Ντα γυρέβγ'ς έιδου; = τι ζητάς, τι θέλεις;
- Ντόπια
γυρλίσ'ους (ι)
- Ο ντόπιος
γυρλίσο το σκουράτσ'
- Ρακί από σύκα που έβγαινε κατά την πρώτη απόσταξη
γω (αντων.)
-
Εγώ
- -Γω σ' λέγου «χαντούμ'ς είμι» τσι συ μι ρουτάς «πούν' τ'αρχίδια σ' » = Για κείνους που άλλα τους λες και άλλα καταλαβαίνουν