αχλεμπόνις (οι)
  • Είδος γλυκού χόρτου.
αχλιά (η)

Ετυμολογία: αρχ. αχλύς

  • Στάχτη
    • -Αχλιά να γίν'ς σκασμένου!
    • -Ε θα κάψ' αχλιά = λέγεται για κάποιον που δεν είναι καλά και φαίνεται πως θα πεθάνει σύντομα
αχλιά τσι σκούν'
  • Κατάρα, να ριμάξουν όλα
    • -Α μπαγιένου γω σκ' Αθήνα τσ' ας γίν' ούλα αχλιά τσι σκούν'!
αχλιαστήρ' (του)
  • Αραιοφαμένο πανί που τοποθετούσαν πάνω από την μπουγάδα ως εξής: Έβαζαν τα βρεγμένα ρούχα μέσα σε ένα μπουλ'τάρ (βλ. λ.) και πάνω - πάνω έβαζαν το πανί και μετά στάχτη. Από πάνω έριχναν ζεστό νερό. Η στάχτη διαπερνούσε τα ρούχα και τα καθάριζε. Μετά τα χτυπούσαν με ένα κόπανο και λίγο σαπούνι και γίνονταν πεντακάθαρα και κατάλευκα.
Επίσης ως:
αχλιαστός (ι)
  • Σταχτόχρωμος, που έχει το χρώμα της στάχτης
    • -Τίλιγια (πώς) ήντου ι γάιδαρους;
    • -Αχλιαστός
αχλιάτους (ι)
  • Σταχτής
    • -Αχλιάτους κάτους (σταχτιά γάτα)
αχλιουζούμ' (του)
  • Νερό αναμειγμένο με στάχτη
αχλιουπάν' (του)
Δείτε:
αχλιουπίκ'ς (ι)
αχλιουπταρδής (ι)
  • Αυτός που έχει αδύνατη κράση και δεν μπορεί να απομακρυνθεί από τη ζεστή γωνιά του σπιτιού (τζάκι κ.τ.λ.)
Επίσης ως:
αχμάκ' γιαμπουρντού
αχμάκ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. ahmak = χαζός, ηλίθιος, βλάκας

  • Κουτός αλλά και τεμπέλης
    • -….διαβόλ σιρσέμ, αχμάκ', μεις θέλουμι να σι ποίσουμι άθριπου, τσι συ……
    • -Γω ξέρου τι λέου, εν είμι κάνας αχμάκ'ς, γώ!
αχνάρ' (του)
  • Ίχνος ποδιού, σχέδιο κατασκευής
    • -Πά στ' αχνάρια τ' = πάνω στα ίχνη του (=στα ίδια βήματα)
αχνιός (ι)
  • Ο αχινός
αχουρισιά (η)
  • Έλλειψη χώρου
    • -Αχουρισιά έχ'ς; = Δε σε χωράει ο τόπος;
αχρειάν'ς (ι)

Ετυμολογία: αρχ. αχρείος < α στερητ. + χρεία (= ανάγκη)

  • Αχρείος, εξαχρειωμένος, διεφθαρμένος, ελεεινός
    • -Έκλιψα τσ' αχρειάνας τσ' μάνας μ' τα μιτζίτια.
    • -Γι' αχρειάν'ς ι γάιδαρους……
Επίσης ως:
αχριάν'ς
Δείτε:
αχταγάδις (οι)
  • Αυτοί που λένε ιστορίες στο χωριό
    • -Πα τσι θέλ'ς να σ'κουλλήσ' καμιά αβανιά γι' αχταγάδις τ' χουριού;
αχταγάς (ι)
  • Ο πολυλογάς
αχταγή (η)
  • Κουβέντα, φλυαρία, ιστορία
    • -Ντα ξέρου γω, μπουρεί νάπιασις κ' αχταγή τσι ξιχάστσις
    • -Είχαμι κι' αχταγή σ' = είχαμε την κουβέντα σου
    • -Κι' άκσις κι' αχταγή; = την άκουσες την ιστορία;
αχταγιάζου
  • Κουβεντιάζω, φλυαρώ
αχταγιάρ'ς (ι)
  • Αυτός που του αρέσει η κουβέντα, το κουτσομπολιό
αχταγιάρκου (του)
  • Κουτσομπόλικο
αχταγουλόγους (ι)
  • Ο φλύαρος (που μιλάει δεξιά και αριστερά)
αχταπόδ' (του)
  • Το χταπόδι
αχταρμάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. aktarma = μεταφέρω κάτι

  • Ανάμειξη διαφορετικών αντικειμένων, μπερδεμένη κατάσταση
αχταρντίζου
  • Μεταφέρω, κουβαλώ, μτφ. μπερδεύω, ανακατεύω, σκάβω βαθιά ώστε το κάτω χώμα ν' ανεβεί επάνω και αντίστροφα, φτιάχνω τα κεραμίδια μιας στέγης.
Επίσης ως:
αχυρουτρουβάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. το β' συνθετικό (torba)

  • Τορβάς με άχυρο για τα ζώα
αψ'ά (επίρρ.)

Ετυμολογία: μσν. αψύς < αρχ. άπτομαι) (= δριμύς)

  • Δυνατά, υψηλόφωνα
    • -Έ Γιώργ', μίλα μπε πιο αψ'ά τσι έ σ' ακούγου
αψ'ήλουμα (του)
  • Ψήλωμα, εξόγκωμα του εδάφους, μικρός λόφος ή ανηφόρα σε ένα κτήμα
αψ'ής (ι)
  • Δύστροπος, αναιδής
αψ'λουτάβανους (ι)
  • Ψηλοτάβανος=με ψηλό ταβάνι
αψιφιά (η)
  • Φυτό με πικρή γεύση και ως αφέψημα χρησιμοποιήθηκε πολύ όταν υπήρχε ο ελώδης πυρετός.