Βρέθηκε ακριβές λήμμα
αχλιά (η)

Ετυμολογία: αρχ. αχλύς

  • Στάχτη
    • -Αχλιά να γίν'ς σκασμένου!
    • -Ε θα κάψ' αχλιά = λέγεται για κάποιον που δεν είναι καλά και φαίνεται πως θα πεθάνει σύντομα