Βρέθηκε ακριβές λήμμα
αψ'ά (επίρρ.)

Ετυμολογία: μσν. αψύς < αρχ. άπτομαι) (= δριμύς)

  • Δυνατά, υψηλόφωνα
    • -Έ Γιώργ', μίλα μπε πιο αψ'ά τσι έ σ' ακούγου