ατζούρ (του)
- Είδος αγγουριού
άτζουρας (ι)
- Υπερυψωμένο χώμα ως σημείο χωρίσματος χωραφιού, Ακαλλιέργητο τμήμα ανάμεσα σε δυο χωράφια, Ανάχωμα σε αλώνι.
ατός
-
Μόνος, ο ίδιος
- -Ατός του ποίτσι, γω εν έβαλα χέρ'!
ατός τ'
-
Ο ίδιος, ο εαυτός του.
- -Ατός τ' πήγι τσι τουν ήβρι = πήγε και τον βρήκε ο ίδιος
ατραντές (ι)
- Ίσια δαντέλα που μπαίνει ανάμεσα σε δυο κομμάτια ύφασμα
ατρίβουλας (ι)
- Τρίβολος (ζιζάνιο των αγρών)
- Ακέφαλος
ατσίπουδας (ι)
- Ο ηλικιωμένος που έχει τη δυνατότητα να εξακολουθεί να περπατά νεανικά και γρήγορα.
αυγότσιφλου (του)
- Το τσόφλι του αυγού
αυκί (το)
-
Αυτί (αφτί) Έκφραση:
- -Τάκανις α τ' αυκιά σ'= τα περιέπλεξες
αυλακάς (ι)
- Αυλάκι
αυλίζουμι
- Μπαινοβγαίνω από την ίδια (κοινή) με κάποιον άλλο πόρτα (είσοδο)
αυλούδα (η)
- υποκορ.της λ. «αυλή»
αυλουντούβαρου (του)
- Ο τοίχος που περιβάλλει ή χωρίζει μιαν αυλή
αφ'κριέμι
- Αφουγκράζομαι
άφαγους (ι)
-
Χωρίς φαγητό
- -Πού λιόσαν μπρε κατσπουδιάρκου, νησ'κό τα' άφαγου;
αφακάς (ι)
-
Το πολύ φαγητό, η αχορταγιά.
- -Εφαγι τουν αφακά τ'
αφαλίδις (οι)
- Είδος θάμνου. Το χρησιμοποιούσαν για το άναμμα του καντηλιού
αφαλόδισμους (ι)
- Λουρίδα από ύφασμα που δένεται στον αφαλό του μωρού (για να μην πεταχτεί έξω).
αφαλουκόβουμι
-
Κουράζομαι, πονώ μετά από σήκωμα βάρους
- -Αφαλουκόπ'κα = Κουράστηκα, πόνεσα σηκώνοντας βάρη
αφαλουκρηπίδα (η)
-
Υφαλοκρηπίδα
- -Τσ' ας μην ίχαμι τσι ραδιόφουνα ν' ακούμι κάθι μέρα για τσ' αφαλουκρηπίδις τσι να κόβγιτι η χουλή μας
αφαλουπάν' (του)
- Πανί που σκεπάζει την ομφαλική χώρα, μετά την τομή. βλ. και αφαλόδισμους.
αφανίζουμι
- Πεθαίνω στην κούραση
αφατζάν' (του)
-
Άτακτο παιδί, υπερκινητικό, τσόγλανος.
- -Ε ντου ξέρ'ς του Ν'κουλέλ'! Είνι αφατζάν' μουρό
αφάτς (του)
- Το ανώριμο βαλανίδι που πέφτει μόνο του. (όμφαξ=αγουρίδα).
- Ο άγουρος καρπός γενικώς.
- Δηλώνει ευαρέσκεια και επιδοκιμασία (Εύγε, μπράβο)
αφιτ'κό (του)
- Αφεντικό
αφλάδα (η)
-
Βιβλίο, φυλλάδα αλλά και το ξηρό φύλλο της βαλανιδιάς.
- -Μες κι' αφλάδα ήντου του γράμμα που γύριβγα!
αφλόγαλου (του)
-
Το βυζί του ζώου που έχει μεγάλη τρύπα και κατ' επέκταση ευκολοάρμεχτο ζώο (αντίθ. τσ'τόγαλου)
- -Αφλόγαλα πρόβατα
Επίσης ως:
αφούρα (η)
- Μπούκωμα ή καταρροή λόγω κρυολογήματος
αφουράδα (η)
- Φοράδα. Λέγεται και για ζωηρά κορίτσια.
αφουριασμένους (ι)
- Κρυολογημένος
αφουρκάλ'τους (ι)
-
Ασκούπιστος τόπος (π.χ. αυλή κ.τ.λ.)
- -Αφουρκάλ'του μ' ήβρις, ε ντούξιρα π' θα νέρθ'ς
άφουρου (του)
- Που δεν έχει φορεθεί, το αφόρετο
άφουρουμ
- Μπράβο, εύγε.
αφρόπιτρα (η)
- Ελαφρόπετρα
αφρουκάλ'τους (ι)
-
Ασκούπιστος
- -Έσπασι η φρουκαλία τσι πόμνει του σπίκ' αφρουκάλ'του
αφτέλ' (του)
- Μικρό αφτί
άφτρα (η)
- Άφθα
αχ - βαχ
-
Λέγεται όταν ούτε το ένα πράγμα ή πρόσωπο ούτε το άλλο μας ικανοποιεί ή μας ταιριάζει.
- -Πήρα τουν ένα άντρα αχ, πήρα τσι του δεύτιρου βαχ!
αχ'λώματα (τα)
- Το τοίχωμα που προεξέχει γύρω γύρω από το πηγάδι για λόγους προστασίας
αχ'νιουλόγους (ι)
- Εργαλείο ανέλκυσης αχινών από τη θάλασσα
αχαγίριφτους (ι)
- Ανεπρόκοπος (αυτός που δεν έχει προκοπή.
αχείλια (τα)
- Τα χείλη
αχειρλάντζ'στους (ι)
-
Αχειραγώγητος, ανυπότακτος, απρόβλεπτος.
- -…. γιακί ι Γιώργ'ς είνι αλλιώκ'κους. Άτσαλους, αχειρλάντζ'στους. Ξούρια πουλλά, Μυρσινιώ!
αχένγκ' (του)
-
Όρεξη
- -Τούτα τα ζα έχ' ένα αχένγκ', α μας φάσ' τσι μας!
άχκ' (του)
- Άχτι, έντονη επιθυμία για εκδίκηση.