α
-
σαν (επίρρ .), θα (μόρ .)
- -Ήντου χρώμα καφέ α τσικουλάτα
- - Α σ' κάνου του χατήρ'!
α μπε τσι σύ
- Άντε καλέ (π.χ. για κάτι που δεν γίνεται πιστευτό)
- Το κυνήγι
- Το κατακαμένο
- Συκοφάντης, κακός
-
Συκοφαντία, μομφή, κατηγορία, ζημιά, βλάβη.
- -Πα τσι θέλ'ς να σ'κουλλήσ' καμιά αβανιά γι' αχταγάδις τ' χουριού;
- Διαβάλλω, συκοφαντώ
- Με διάθεση να κάνει κάτι χωρίς να βαριέται, φιλοπονία, εργατικότητα
- Αυτός που δεν βαριέται να κάνει κάτι, εργατικός, άοκνος, πρόθυμος
αβάφκ'στους (ι)
-
Αυτός που δεν έχει βαφτιστεί ακόμα
- - Του μουρό είνι αβάφκ'στου
άβαφτους (ι)
- Ο μη βαφείς, αχρωμάτιστος
αβγότσιφλου (του)
- Το τσόφλι του αβγού
αβησσυνία
- Παλιό παιχνίδι της τράπουλας
αβλαγκιάζου
-
Σημαδεύω, σκοπεύω, κοιτάζω, παρακολουθώ, παρατηρώ.
- - Ταχτέρ - ταχτέρ ήβγηνα κάτου απ' κη τζ'αρντάκα τσ' αβλάγκιαζα καρσί, λόγιαζα ένα ντουμάν'! Εν' ήξηρα ντα ήντου!
αβλάγκιασμα (του)
- Το σημάδι, η σκόπευση
-
Θυμός
- -Ήρθι μι τ' αβράντινί τ' = θυμωμένος, τσατισμένος
- Έκφραση θυμού
-
Ο κυνηγός
- -Όποιους πέρνα, αβτζής, τζ'ουμπάν'ς, μπαχτσ'αβάν'ς έπριπι να σταθεί να πιεί νιρέλ'
αγάντα
- Βάστα, κουράγιο
- Βαστώ, κρατώ δυνατά, αντέχω
αγγουρότσιφλου (του)
-
Η φλούδα του αγγουριού που πετιέται
- -Μας φάγας αγγούρ' τσ' αγγουρότσιφλου = μας έγδυσαν, μας ξετίναξαν οικονομικά.
αγέρα παρασί
- (δίνω) λεφτά δήθεν για «αέρα», για κάτι που τελικά δεν έχει καμία αξία
- Δροσερό
αγιάν'ς (ι)
- Ο εισπράκτορας
- Επικλινές ανάχωμα, πλαγιά χωραφιού, μέρος με κλίση
Αγιαρεινιότις (οι)
- Οι κάτοικοι της ενορίας της Αγίας Ειρήνης Ερεσού
αγιουβασ'λόπ'τα (η)
- Η πρωτοχρονιάτικη πίτα
Αγιουκουσταγκνιότις (οι)
- Οι κάτοικοι της ενορίας του Αγίου Κωνσταντίνου Ερεσού
Άγιους Σπυρής
- Άγιος Σπυρίδων (ο προστάτης άγιος των τσομπάνηδων του χωριού)
αγιουτκός (ι)
- Αυτός που έχει σχέση με τη θρησκεία, με αγίους
αγκάθ' (του)
-
Το αγκάθι. Φρ.:
- -Πα στ' αγκάθ' κατουρεί = λέγεται για γυναίκα ψηλομύτα
αγκαθιρός (ι)
-
Ακανθώδης, με αγκάθια
- -Ακόμα τσι τ' αγκαθιρά πριβόλια ήντου γιμάτα κόσμου
αγκαθουμανίτις (οι)
-
Είδος μανιταριών που φυτρώνουν κοντά σε αγκάθια
- -Στου Ντρούλου τσι στου Λιμπόρ πηγαίναμι για π'λέλια, για βουλίτις τσι για αγκαθουμανίτις
αγκαρώνου
-
Τεντώνω τα αυτιά και παίρνω θέση αμυντική (κίνηση που κάνει ο γάιδαρος, ως αντίδραση σε ξαφνικό θόρυβο)
- -Αγκάρουσι τ' αυκιά τ' ι γάιδαρους!
αγκαστρουμέν' (η)
- Η έγκυος
αγκαστρώνου
- Καθιστώ (γυναίκα ή θηλυκό) έγκυο
- Κυλινδρικό ξύλο του αργαλειού με 4 τρύπες όπου τυλιγόταν το στημόνι
αγκίγαμους (ι)
- Το γλέντι που προσφέρεται από τους νεόνυμφους στους στενότερους συγγενείς, μεθεόρτια γάμου.
αγκίδιρου (του)
- Αντίδωρο (κομμάτι αγιασμένου άρτου που προσφέρεται στους εκκλησιαζόμενους αντί των θείων δώρων, της αγίας κοινωνίας)
αγκίμαχους (ι)
-
Το αντίδοτο, το φάρμακο σε κάτι
- -Ι αγκίμαχους τσ' νύστας είνι ι καφές!
αγκλαβή ή αγλαβή (η)
- Είδος προικοσυμφώνου του 19ου αιώνα
αγκού (επιφών.)
- Λέξη της παιδικής γλώσσας, από τα πρώτα ψελλίσματα του βρέφους
- Θωπευτικό προς τα νήπια
άγκουρα (η)
- Η άγκυρα
- Βρίσκομαι σε σεξουαλική διέγερση, καυλώνω
άγκρισμα (του)
- Σεξουαλική έξαψη, καύλα.
αγκρισμένους (ι)
- Ξαναμμένος, σε σεξουαλική έξαψη, καυλωμένος.
αγκύλ' (του)
- Κεντρί, αγκίδα