-
Τρώγω με βία, γρήγορα
- -Άι σφάχκιασι, να δούμι α χουρτάεισ'ς;
σφαχτό (του)
- Το σφάγιο
σφίγγουμι
- Σφίγγομαι
-
μτφ. σπεύδω, τρέχω, πετάγομαι
- -Του προυί σφίχκα (=πετάχτηκα ) ως τα Ψίνια, ποίκα κακ' δ'λειές, τσι του μισ'μέρ' γύρσα πίσου.
- Το σφοντύλι του αδραχτιού δηλ. στρογγυλό ξύλο με τρύπα στη μέση βοηθητικό της περιστροφής του αδραχτιού
σφιτζιά (η)
- Η φωλιά της σφήκας (σφηγκιά)
σφουγκάτου (το)
- Είδος φαγητού (με τηγανιτά κρεμμύδια ή φρέσκα κολοκυθάκια και αυγά ανάμεικτα).
σφραγιστηρό (του)
- Ξύλινη στρογγυλή σφραγίδα (με εγχάρακτα ιερά σύμβολα) που την αποτύπωναν κατά το πλάσιμο πάνω στα σπιτικά ψωμιά που προορίζονταν για πρόσφορο.
σφράς (ι)
- Σακούλι από κάποτο ή χασέ για μικροψώνια (ρύζι, ζάχαρη, όσπρια 1-2 κιλά κ.τ.λ.)
σχ'αρίτσ'
- Καλή είδηση
σχιτζής (ι)
-
Αδέξιος, αρπακόλας, πρόχειρος
- -Α μπε τσ' είνι σχιτζής = κάνει πρόχειρη δουλειά
σών' τσι καλά =
- Βλ. αμέτ-μουχαμέτ
σώνα
-
Εσένα, το δικό σου
- -Γίντσι καλό του φουρνιαστό σ';
- -Πουλύ καλό! Πουλύ καλό!! Σώνα;
-
Τελειώνω, επαρκώ
- -Σών' τσ' εν αντέχου άλλου = φτάνει κ.τ.λ.
- -Σώστσι του λάδ'