σφαχκιάζου

Ετυμολογία: αρχ. σφαγιάζω

  • Τρώγω με βία, γρήγορα
    • -Άι σφάχκιασι, να δούμι α χουρτάεισ'ς;
σφαχτό (του)
  • Το σφάγιο
σφίγγουμι
  1. Σφίγγομαι
  2. μτφ. σπεύδω, τρέχω, πετάγομαι
    • -Του προυί σφίχκα (=πετάχτηκα ) ως τα Ψίνια, ποίκα κακ' δ'λειές, τσι του μισ'μέρ' γύρσα πίσου.
σφιντύλ' (του)

Ετυμολογία: μσν. σφοντύλι

  • Το σφοντύλι του αδραχτιού δηλ. στρογγυλό ξύλο με τρύπα στη μέση βοηθητικό της περιστροφής του αδραχτιού
σφιτζιά (η)
  • Η φωλιά της σφήκας (σφηγκιά)
σφουγκάτου (το)
  • Είδος φαγητού (με τηγανιτά κρεμμύδια ή φρέσκα κολοκυθάκια και αυγά ανάμεικτα).
σφραγιστηρό (του)
  • Ξύλινη στρογγυλή σφραγίδα (με εγχάρακτα ιερά σύμβολα) που την αποτύπωναν κατά το πλάσιμο πάνω στα σπιτικά ψωμιά που προορίζονταν για πρόσφορο.
σφράς (ι)
  • Σακούλι από κάποτο ή χασέ για μικροψώνια (ρύζι, ζάχαρη, όσπρια 1-2 κιλά κ.τ.λ.)
σχ'αρίτσ'
  • Καλή είδηση
σχιτζής (ι)
  • Αδέξιος, αρπακόλας, πρόχειρος
    • -Α μπε τσ' είνι σχιτζής = κάνει πρόχειρη δουλειά
σών' τσι καλά =
  • Βλ. αμέτ-μουχαμέτ
σώνα
  • Εσένα, το δικό σου
    • -Γίντσι καλό του φουρνιαστό σ';
    • -Πουλύ καλό! Πουλύ καλό!! Σώνα;
σώνου

Ετυμολογία: τουρκ. sonu = του τέλους

  • Τελειώνω, επαρκώ
    • -Σών' τσ' εν αντέχου άλλου = φτάνει κ.τ.λ.
    • -Σώστσι του λάδ'