- Πιάνομαι στο σβέρκο από κάποια αιτία (π.χ. μετά από απότομη κίνηση του κεφαλιού, από κρυολόγημα κ.τ.λ.)
στραβουκαλαθόκουλας (ι)
- Χαλασμένος πάτος καλαθιού
- μτφ. επί ανθρώπων: παρτσακλός, στραπατσαρισμένος, κακοφτιαγμένος
στραβουκάν'ς
- Με στραβά πόδια
στραβουμουτσνιάζου
- Με μια γκριμάτσα δείχνω ότι αυτό που άκουσα ή είδα δεν μου άρεσε
στραγαλέλια (τα)
- υποκορ. της λ. «στραγάλια»
Στρακής (ι)
- Το όνομα «Ευστράτιος»
στρακουμένους (ι)
- Δρόμος ή χωράφι στέρεο με καλά πατημένο το χώμα, που δεν βουλιάζει
-
Σταγόνα υγρού
- -Γη βρύς ήντου ξηρή, κούκουρ, στρατζιά νιρό (δηλ ούτε μια σταγόνα νερό)
- Αστράφτω
-
μτφ. χαστουκίζω σε βαθμό που «να βγουν αστραπές από τα μάτια»
- -Α στράψου μια να σ' πω γω!
στρέβγου
-
Παραδέχομαι, αποδέχομαι, προσχωρώ σε μία άποψη, επιδοκιμάζω, επιτρέπω
- -Μη πας στου γιαλό τσ' ε ντου στρέβγ' ι μπαμπά σ'! = δεν το επιτρέπει
- Δύσκολα, ανάποδα, περιπεπλεγμένα
στριμπουμπλίθρις (οι)
-
Σβούρες
- -Ήντασ' τσι γοι ψιλικατζήδις. Είχασ' σουραυλέλια, ξυραφίδις, στριμπουμπλίθρις τσ' άλλα πιχνιδέλια για τα μουρά
στρόπους (ι)
- Το σκοινάκι με το οποίο δένεται το κουπί της βάρκας στο σκαρμό
στρούμπους (ι)
- Μεγάλος κόμπος σε σχοινί
- Εξόγκωμα
- Το μπλέξιμο του διχτυού από ψάρι μέσα στη θάλασσα.
στρουφιάζουμι
- Τσατίζομαι, νευριάζω, αλλάζω όψη και διάθεση προς το κακό.
στρώσεις (οι)
- Χοντρά και γερά ίσια ξύλα τα οποία καρφώνονται σε κανονικές αποστάσεις πάνω στην καρίνα ενός πλεούμενου. Έτσι μισογίνεται ο σκελετός του
στσ'λιάζου
-
Σκυλιάζω
- -Στσύλιασι απ' του κακό τ'!
στσανιά (η)
- Ζητιανιά
στσιάζουμι
- Τρομάζω, φοβούμαι, βλέπω σκιές ανύπαρκτων ανθρώπων (από το φόβο μου)
στσιάνους (ι)
- Ζητιάνος
στσιάχτρου
- Ομοίωμα ανθρώπου που κρεμάνε οι αγρότες σε επίκαιρα σημεία του κτήματος με σκοπό να φοβίσουν τα πουλιά για να μην τρώνε την παραγωγή τους
-
μτφ. Άσχημος
- -Ω Παναγιά μ', φκή ήντου ένα στσιάχτρου!
στσίβαλα (τα)
- Ό,τι απομένει από το καθάρισμα των δημητριακών. Γενικά τα περιττά και άχρηστα σκουπίδια.
στσιβρώνου
- Σκεβρώνω, έχουν πιαστεί οι αρθρώσεις μου.
στσίζου
- Σκίζω
-
Τμήμα σκόρδου κ.τ.λ.
- -Δυο στσιλίδις σκόρδου!
στσιλιτός (ι)
- Σκελετός
στσιπάζου
- Σκεπάζω
στσιπάρν' (του)
- Σκεπάρνι
στσιπαστός (ι)
- Σκεπαστός, σκεπασμένος
στσιπή (η)
- Σκεπή
στσιπός (ι)
- Σκεπή
στσισμάδα (η)
- Σχισμή
στσισμένους (ι)
- Σχισμένος
στσίστρ'ς (ι)
- Χειροποίητο ξύλινο εργαλείο με το οποίο έσχιζαν τις λυγαριές για το πλέξιμο καλαθιών, πανεριών κ.τ.λ.
στσοινί (του)
- Σχοινί
στσύβγου
- Σκύβω
στσύλους (ι)
- Σκύλος
στύψ' (η)
- Στύψη
- μτφ. Άνθρωπος άτεγκτος, στρυφνός, ανάποδος
στχί (του)
- Στοιχειό
-
μτφ. άνθρωπος με μεγάλες ικανότητες, τα ξέρει όλα, τα ελέγχει, τα προβλέπει
- -Τούτους, που βλέπ'ς, είνι στχί. Ούλα τα ξέρ'!
συ (αντων.)
- Εσύ
σύβραση
- Συνέψημα. Τρόπος παρασκευής φαγητού (κουκιά με κρεμμύδια τσιγαριστά).
συγκρυάζουμι
-
Έχω ρίγη, κρυώνω
- -Τσι φουντών' του αίμα σ', τσι χκυπά γη καρδιά σ', τσι συγκρυάζιτι ούλου σ' του κουρμί
σύξ'λα
-
Στη μέση, ατέλειωτα
- -Τσι τ' αφήνουμι ούλα σύξ'λα - σκη μέσ'- τσι μουνάχα μια κακία πουμέν'!
συράνα (η)
- Το φαράσι
σύριπα (επίρρ.)
-
Αδιακρίτως, χωρίς διαλογή
- -Τ' αρνιά α ντα πάρ'ς σύριπα = χωρίς διαλογή (π.χ. και τα μικρά και τα μεγάλα)
σύρνου
-
Εκσφενδονίζω,
- -Α σύρου μια πέτρα τσ' α σπάσου του τσιφάλι σ'!
-
Υποφέρω
- -Έσυρι λουρί! = υπέφερε πολύ
- -Σύρνου λουρί!!!! = περνάω ζόρι
- -Έσυρα τουν έρμου μ' = βασανίστηκα πολύ
-
Τραβώ
- -Σύρι μπε κουμμάκ' του σπάγκου = τράβα λίγο
-
μτφ. πίνω
- -Α σύρουμι κανένα; = θα πιούμε κανένα; (ούζο κ.τ.λ.)
-
Σαστισμένος, χαζός, φευγάτος, νοητικά καθυστερημένος
- -Διαβόλ συρσέμ, αχμάκ', μεις θέλουμι να συ ποίσουμι άθρουπου, τσι συ……
συρταριάζου
-
Γυροφέρνω, γυρίζω
- -Κ' συρταριάζ' ούλ' κ' μέρα.
σφαλ'μένος (ι)
-
Κλειστός
- -Του νταμ ήντου σφαλ'μένου τσ' εν ήμπα μέσα!
σφαλώ
-
Κλείνω
- -Σφάλσι μιτά τσί πόρτις, σφάλσι τα παναθύρια τσί φύλαγι στα σκουκ'νά να μη φαίνισι