σ' (αντων.)
-
σου
- -Η μάνα σ'
- Λωρίδα χρυσού χαρτιού που στερέωναν στο πέτο των προσκεκλημένων σε γάμο (πήρε αυτό το όνομα λόγω του ότι έκανε θόρυβο χριτς - χριτς)
Επίσης ως:
σ'γκαύγου
- Παθαίνω σύγκαμα δηλ. ερεθισμό του δέρματος λόγω τριβής ή καιρικών καταστάσεων
-
Χτυπώ δυνατά κάποιον στο πρόσωπο (δηλ. τόσο πολύ που του προκαλώ σύγκαμα)
- -Ας σ'γκάψου μια να μη γυρέψ'ς άλλ' παλιουρόφιανε!
σ'γουρέρνου
Ετυμολογία: βενετ. segurar < λατιν. secures = ασφαλής, άφοβος < se = χωρίς + cura = φροντίδα
- Σιγουρεύω
σ'δίνου
-
Συναντώ
- -Τουν σ'δώκα στου γιαλό = τον συνάντησα στο γιαλό
σ'διρ'κό (του)
- Σιδερένια βέργα που κατέληγε σε μια πλατιά επιφάνεια. Τη χρησιμοποιούσαν στο φούρνο για να τραβάνε τα ψημένα ψωμιά έξω από το φούρνο.
σ'διρουσίν' (του)
-
Είδος ταψιού
- -Γιέμουσι τσι του μιγάλου του σ'διρουσίν' για να τα πάμι σκ' ακκλησιά
σ'διρουτσέφαλους (ι)
- Σιδεροκέφαλος (ευχή)
σ'κόκουλους (ι)
- Το πίσω μέρος του σύκου (ο κώλος του σύκου)
σ'κουλόγ'μα (του)
- Η συλλογή των σύκων με ντέμπλα
σ'κουλουγώ
- Συλλέγω σύκα με ντέμπλα. Με τη βοήθεια της ντέμπλας ρίχνω τα σύκα κάτω και μετά τα μαζεύω
σ'κουφάς (ι)
- Κίτρινο μεταναστευτικό πουλί, μεγέθους κότσιφα, που επισκέπτεται την Ερεσό την άνοιξη (όταν επιστρέφει από την Αφρική) και στα τέλη του καλοκαιριού
Επίσης ως:
σ'κώκ' (του)
-
Συκώτι
- -Λίγου λίγου α χαλάσ' του σ'κώκι σ' τσ' ούλους γι ουργανισμό σ'
- -Μόφαγις τα σ'κώκια μ'! = Με έσκασες
σ'κώνου και σ'κώνουμι
- Σηκώνω και σηκώνομαι
σ'λήνα (η)
- Ο σωλήνας. Θαλάσσιο εδώδιμο μαλάκιο με χαρακτηριστικό σωληνοειδές όστρακο
σ'ληνόβιργα (η)
- Βέργα σιδερένια μακριά και λεπτή. Μοιάζει με τη βελόνα του πλεξίματος.
σ'λουγιός (ι)
- μτφ. «σκύλου γιος». Καλός ή κακός χαρακτηρισμός ανθρώπου ανάλογα με τα συμφραζόμενα
σ'λουπιάσκα
- Στυλώθηκα
σ'λουπνίγουμι
- Υποφέρω αντιμετωπίζοντας τις δυσκολίες των ταξιδιών στη θάλασσα
σ'μάδ' (του)
- Σημάδι
σ'μαδεύγου
- Σημαδεύω
σ'μαζεύγου
- Συμμαζεύω
Σ'μαζευτής (ι)
- Ο μήνας Σεπτέμβριος (μήνας νοικοκυριού και φροντίδας για να αντιμετωπιστεί ο χειμώνας)
σ'μάζουμα (του)
-
Επί ανθρώπων: Για κάποιον που ήρθε στο χωριό από άλλο μέρος για να βρει καταφύγιο και να εγκατασταθεί εδώ
- -Ποιά είνι μπε τούκ';
- -Να, σ'μάζουμα είνι!
σ'μαζουχτάρ' (του)
- Ο άνθρωπος που έχει την τάση να μαζεύει τα πάντα, που δεν αφήνει τίποτα να πάει χαμένο.
σ'μαζώματα (τα)
- Ετοιμασίες, νοικοκύρεμα
σ'νάμινους (ι)
-
Κουνιστός (σεινάμενος - σειόμενος)
- -Σ'νάμινους τσι κνιάμινους = σειστός και κουνιστός, καμαρωτός και κουνιστός
- Σινάφι = Συντεχνία, το σύνολο ομοτέχνων
-
Αυτός που του αρέσει η παρέα
- -Σ'ναφλής άθρουπους ι Μ'χάλ'ς!
σ'νάχ' (του)
- Το συνάχι
-
Συνειδητοποιώ, αναγνωρίζω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, χωνεύω
- -Σκ' αρχή ε μι γνώρσι τσι κόντιψα να φάγου μια βουλαδιά, ύστιρα μι σ'νείκασι γιακί τα ψήναμι πουλύ
- - Του σ'νείκασις; = το κατάλαβες; Το χώνεψες;
Επίσης ως:
σ'νιφόκαμα (του)
- Συννεφιά με υψηλή θερμοκρασία
σ'νόρς (η)
-
βλ. και λ. «σ'νουρίζουμι»
- -Έν έχ' σ'νόρς = μη τον συνερίζεσαι, μη τον παρεξηγείς, μην παίρνεις τοις μετρητοίς αυτά που κάνει ή λεει!
σ'νουδιά (η)
-
Συντροφιά
- -Του τζάκ' είνι σ'νουδιά
σ'νουμήλικους (ι)
- Συνομήλικος
σ'νουνόματους (ι)
-
Με το ίδιο όνομα
- -Έ σ'νουνόματι! = όταν φωνάζεις κάποιον που έχει το ίδιο με σένα όνομα
- Μεταφέρω το νοικοκυριό από το χωριό στο γιαλό ή στον κάμπο και τανάπαλιν (δηλ. από τη χειμερινή κατοικία στην καλοκαιρινή
Επίσης ως:
- Η μετακόμιση του νοικοκυριού από το χωριό στο γιαλό ή στον κάμπο και τανάπαλιν (δηλ. από τη χειμερινή κατοικία στην καλοκαιρινή)
Επίσης ως:
σ'νουρίζουμι
-
Συνερίζομαι (θίγομαι ή προσβάλλομαι από τα λόγια ή τις πράξεις κάποιου και εκδηλώνω την αντιπάθεια ή την εχθρότητά μου προς αυτόν)
- -Μη τουν σ'νουρίζισι = μην παίρνεις τοις μετρητοίς αυτά που κάνει ή λέει
- -Ντα μπε σένα α σ'νουρστώ;
- -Εν έπριπι να τουν σ'νουρστείς
σ'νουρστό (του)
-
Φιλονικία
- - Πιάσαν του σ'νουρστό = τη φιλονικία
σ'νουφιά (η)
- Συννεφιά
σ'ντρουφιά (η)
- Συντροφιά
σ'ντρόφ' (οι)
- Οι σύντροφοι
σ'ντρόφ'σσα (η)
- Η συντρόφισσα
-
Ευτυχώς, πάλι καλά
- -Η βρουχή τα χάλασι τα πιο πουλλά τα σύκα. Μουνάχα ένα μπουλ'τάρ μαζόξαμι
- -Σ'ούκιουρ!
Επίσης ως:
σ'τσιά (η)
- Η συκιά