Βρέθηκε ακριβές λήμμα
σώνου

Ετυμολογία: τουρκ. sonu = του τέλους

  • Τελειώνω, επαρκώ
    • -Σών' τσ' εν αντέχου άλλου = φτάνει κ.τ.λ.
    • -Σώστσι του λάδ'