- Δωμάτιο
ούξου (επιφών.)
-
Δηλώνει αποστροφή
- -Ούξου παλιουβρόμα. Να μη σι ξαναδώ στα μάκια μ'
- -Ούξου τσι ξηρός = Απάντηση στην επίπληξη του άλλου
Επίσης ως:
ουργάς (ι)
- Ίσιο ξύλο στέγης
- Μονάδα μέτρησης ίση με το άνοιγμα των χεριών σε έκταση προς τα πλάγια
ουρθιά (η)
-
Η πρόσοψη (η καλή πλευρά) του υφάσματος, σε αντίθεση με την άλλη που λέγεται «ανουκακιά»
- Φρ: -Έιτουτους εν έχ' νε (ούτε) ουρθιά νε (ούτε) ανουκακιά = είναι αλλοπρόσαλλος
ουριάζου
-
Αφήνω ένα αυγό να χαλάσει
- -Τσ' όπους πάμι α γκι γκλώσα α -ν- ουριάσουν' τ' αυγά
ουριάτ
-
Επιφώνημα για διώξιμο ζώων (όπως π.χ. «ουστ» για σκύλο)
- -Είδα από καρσί του λαγό να τρέχ' τσι ένας άθρουπους να φουνάζ': ουριάτ!
-
Χαλασμένος, βρόμικος, νερουλός
- -Ούρια αυγά
ουρμάζου
- Ωριμάζω
ουρμινεύου
-
Συμβουλεύω
- -Ουρμίνιψί τουν = συμβούλεψέ τον
ουρνίζου
-
Περνώ σε αρμαθιά ουρνούς (= αγριόσυκα) και τους κρεμώ στις συκιές για γονιμοποίηση των σύκων.
- -Τσι γη μάνα τ' ήντου έφτου άμα ούρν'ζα τσι σ'τσιές
ουρνιστής - ουρνίστρια
- Άτομα ειδικά για τη φροντίδα γονιμοποίησης των σύκων
ουρνός (ι)
- Το βαθυπράσινο αρσενικό ή άγουρο σύκο που χρησιμοποιείται και για τη γονιμοποίηση των φαγώσιμων σύκων
ουρσιώτ'κου (του)
-
Ερεσιώτικο, από την Ερεσό
- -Ουρσιώτ'κου χώμα κ'μάρ' έ γίνιτι = τάχα ότι οι Ερεσιώτες είναι ανεπρόκοποι (Σημείωση συγγραφέα: Παλιά ρήση που διαψεύστηκε από τα πράγματα)
Ουρσιώτ'ς (ι)
- Ερεσιώτης (ο καταγόμενος από την Ερεσό Λέσβου)
Ουρσός (η)
- Το χωριό Ερεσός
Ουρσουτέλια (τα)
-
Τα παιδιά της Ερεσού
- -Ι δάσκαλους άλλαζι, τα Ουρσουτέλια πουμένασ' τα ίδια
ουρταλίκ (του)
-
Ο κόσμος σαν χώρος
- -Γέμ'σι τ'ουρταλίκ
ουρτάσ' (του)
- Το μεγάλο κουδούνι που μπαίνει στο λαιμό του οδηγού ζώου ενός κοπαδιού (προβάτων, κατσικιών κ.τ.λ.)
ουρτύτς' (του)
- Το ορτύκι.
ούς τό ‘παθα
- βλ. φρ. «ώς τό 'παθα»
-
Επιδεξιότητα, έμπειρος τρόπος χειρισμού
- -Έχ' παρμένου του ουσούλ' τ'ς μηχανής τσι ράβγ' πουλύ καλά.
ουσούρ (του)
- Ο φόρος της δεκάτης που έπαιρναν οι Τούρκοι από τα σιτηρά ή άλλους καρπούς
-
Μερίδιο
- -Α μπάρ' τσι ι θιός του ουσούρι τ' = το μερίδιό του (π.χ. σε περίπτωση απώλειας ενός παιδιού)
- Ρωμιός που στα χρόνια της τουρκοκρατίας (πριν από το 1912) μάζευε το δέκατο των καρπών του καλοκαιριού (σιτάρι, κριθάρι) για λογ/σμό των αφεντάδων Τούρκων και τους το παρέδιδε όταν τέλειωναν τα αλώνια.
- Ούτι = έγχορδο μουσικό όργανο, είδος λαούτου
- Παρτέρι σε μπαχτσέ
ούτσαλτιρ
- Τα προτελευταία φύλλα του καπνού (φυτού)
ούτσια (τα)
- Τα τελευταία μικρά φύλλα της κορυφής του καπνού (φυτού)
ούτσιαλτιρ
Δείτε:
ουχιά (η)
- Η οχιά
ουχλός
- Ψυχική ταραχή
ουχτρεύγουμι
- Μισώ
ουχτρός (ι)
- Ο εχθρός
ουχτώ
- Οκτώ (αριθμ)
όχ' (επίρρ.)
- Όχι
όχα! (επιφ.)
- Υποτιμητική προτροπή προσοχής σε άνθρωπο, όπως στα βόδια και όπως τα «ούστ» και «ψιτ» για σκύλους - γάτες
όχινας τσι κακό μαχαίρ'
- Α πάντηση στο όχι κάποιου άλλου (π.χ. που του προτείνεις κάτι να γίνει και δεν αποδέχεται την πρότασή σου)
όχτρα (η)
- Η έχθρα
όψ'μους (ι)
-
Όψιμος
- -Όψ'μα τα σύκα