όγιους (αντων.)
-
Όποιος
- -Όγιους έρθ' πρώτους!
οκ'
-
Μόλις, απάνω που….
- -Όκ' είπα να κάτσου να ξικουραστώ τσι γω κουμμάκ', πλακώσας τα μουσαφιριά.
Επίσης ως:
όκ'λουγιώ
-
Ό,τι λογής, όπως
- -Όκ'λουγιώ τσι να του κάνου του μπιλά μ' α ν εύρου
Επίσης ως:
όκ'μουνου
-
Πολύ λίγο
- -Όκ'μουνου δώμ' = δώσε μου πολύ λίγο
- Η τρύπα, το «μάτι» στην πλώρη του πλεούμενου απ' όπου περνάει η αλυσίδα της άγκυρας
-
- Φρ.: Όλματζιάκ αθρώπ' γίναν, απ' τ' αυτουκίνητα τσι τα σπίκια, (= απίθανοι, απρόσμενοι άνθρωποι που δεν τους υπολόγιζε κανείς για αυτοκίνητα και σπίτια), τσι μεις λουβιάσαμι, εν έχουμι πού να μπαραντίσουμι, ένα τσιραμίδ' να βάλουμι του τσιφάλ' μας απού κάτου!
ολοσενέ
-
Ντουγρού
- -Διέβινι ολοσενέ για του σπίκ' = πήγαινε κατευθείαν για το σπίτι
όμουρφα (επίρρ)
-
μτφ. προτάσσεται σε μια φράση για να επιστήσουμε την προσοχή κάποιου):
- -Όμουρφα, α του σπάγ'ς! = πρόσεξε θα το σπάσεις
- -Όμουρφα, α πέγ'ς χαμ! = πρόσεξε θα πέσεις κάτω
όξου
- Έξω
όξου απού δω
- Κάτι που έφερε κακό (μια αρρώστια κ.τ.λ.)
όξου μιριά
-
Η εξωτερική πλευρά ή απλώς κάπου έξω
- -Απ' κι' όξου μιριά = από την έξω πλευρά
όξους τσι ξηρός
-
Απάντηση θυμού, επιτιμητική απάντηση στο όχι που λέει κάποιος:
- -Όχ'…
- -Όξους τσι ξηρός παλιουτσέφαλι. Κρίμα στου μπόγι σ'!
όπαλα
- Επιφώνημα χορευτικό με το οποίο εκδηλώνουμε την επιδοκιμασία μας και την αγάπη προς το παιδί, όταν το χορεύουμε στα χέρια
όπιτι (επίρρ.)
-
Όποτε
- -Όπιτι μπουρείς έλα να μι βρεις
όπιτι-τσιαπότι (επίρρ.)
-
Κάποτε, κάποια μέρα θα συμβεί
- -Όπιτι- τσιαπότι α γίν' θ'κό μ' = κάποτε … .
όποιου (αντων.)
-
Όποιο
- -Πάρι όποιου θέλ'ς
όποιους (αντων.)
-
Όποιος
- -Όποιους θέλ' ας έρθ'
όρ'σι
-
Προστακτική του ορίζω (= διατάζω, καθορίζω): Ορίστε
- -Όρ'σι να μη στα χρουστώ (συνοδεύεται με μούντζα)
- -Όρ'σι γαμπρέ μ' κ'φέτα = ισοδυμαμεί με τη φρ. Έλα παππού μου να σου δείξω τ' αμπέλια σου
όρνιου (του)
- μτφ. αγενής, αγροίκος (βρισιά)
όρτσα
-
Ολική ανάπτυξη ιστιοφορίας (ναυτικός όρος)
- Φρ.: Πάου στα όρτσα πνίγουμι, στα γιμάτα ε γλυτώνου = μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα
όρτσιλογ' (επίρρ.)
-
Επίτηδες, επί τούτου
- -Πήγι όρτσιλογ'=πήγε επί τούτου
- -Όρτσιλογ' τα λέγου για να δω τι σκουπό έχ'ς
όρτσις - μπόρτσις
-
Περπάτημα με ασταθές βήμα
- Φρ.: Παγαίν' όρτσις - μπόρτσις = παραπατάει
- Φρ.: Η βόλτα τουν μάρανι, ε βλέπ' του χάλι τ'! Παγαίν' όρτσις - μπόρτσις, ένας τραμσ'ακός είνι!
ότλια
-
Όπως
- -Ότλια θέλ'ς ποίσ' του, μη μι ζαλίγζ'ς
ούβρια (τα)
- Η τσίπα που σχηματίζεται στην επιφάνεια στάσιμων υδάτων
Ουβριός (ι)
- Εβραίος.
- Πασχαλινό έθιμο «Το κάψιμο τ' Ουβριού» στην ενορία του Αγίου Κωνσταντίνου (στην κορυφή μιας στοίβας από αστ'βές τοποθετούν ένα ομοίωμα Εβραίου το οποίο, καίνε λίγο πριν την Ανάσταση).
- Είδος φαγώσιμου σαλιγκαριού
Επίσης ως:
ουζαίρνου
- Πίνω ούζο με συνοδεία από μεζεδάκια.
- Η τεμπελιά
ουκνούκλα (η)
- Οκνός, μεγάλος τεμπέλης
ούλα
- Όλα
- Το σχέδιο γύρω - γύρω στα χράμια, η μπορντούρα
ουλάτσιρους (ι)
-
Ολόκληρος
- -Μια ζουή ουλάτσιρ'
ουλιά (η)
- Το κατακάθι του λαδιού ή του κρασιού
ουλιός (ι)
- Κρεατάκι σαν σπυρί σκληρό σαν κάλος αλλά πιο μεγάλο σε ύψος
ουλόγυρας
- Από όλες τις πλευρές, γύρω-γύρω
-
Μόλυνση-πύον σε νύχη.
- -Έβγαλι ουλόγυρα!
ουλόρθους (ι)
- Ο όρθιος
ούλου (επίρρ.)
-
Συνεχώς
- -Ούλου μ' λέγ' τσι μ' λέγ', τσ' ε τιλειών'!
ουλουζαλίκουτους (ι)
- Τελείως ζαλισμένος ή ζαβλακωμένος
- Ξύλινη κωνική κατασκευή από ξύλο ή μέταλλο για τοποθέτηση νερού για πότισμα αιγοπροβάτων (διάμετρος πάτου 15 πόντοι και κορυφής περίπου 30)
Επίσης ως:
ούλους, ούλις, ούλα
- Όλος, Όλες, Όλα
ουλουσούσουμους
Ετυμολογία: όλος + μσν. σουσούμιν < συσσήμιον, υποκορ. του μτγν. σύσσημον (= σύνθημα)
- Ίδιος με κάποιον άλλον, ολόιδιος, φτυστός
ουλουχρουνίς
- Όλο το χρόνο
-
Κατ' ευθείαν
- -Να σ' δώσου μια να πας ουλσουνού στου ταφιό
ουμντίζου
-
Βγάζω υγρασία
- -Του χουράφ' ουμντίζ' σι κανα δυο μιριές
ουμούτ
- Του κόβω τη φόρα, το θράσος, τον αποθαρρύνω