Βρέθηκε ακριβές λήμμα
ουσούλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Επιδεξιότητα, έμπειρος τρόπος χειρισμού
    • -Έχ' παρμένου του ουσούλ' τ'ς μηχανής τσι ράβγ' πουλύ καλά.