- Νετάρω, τελειώνω
νιώνου
-
Ξυπνώ
- -Του μουρό νιώσι = ξύπνησε
- Αντιλαμβάνομαι
νιώσμα (του)
Ετυμολογία: από το θέμα του αορ. του ρ. νιώθω και νιώνω (= καταλαβαίνω). Ένιωσα > νιώσμα
- Αίνιγμα
νουγώ
-
Ξέρω, καταλαβαίνω
- -Έ νουγά ντα τ' γίνιτι!
- -Ντιπ ζο είνι. Έ νουγά κίπουτα!
- -Τσι γι 'τοιμασίις μπρε ντα θα γέν'ς; Έ νώγας ν' ανοίξ' τα στραβά σ' προυχού πεις του ναι;
- -Τσι μπάς τσ' ήντου καμιά παραρηξημιά; Τσ' όμουρφ' ήντου τσι ν'κουτσυαρά, τσί τ'ς δώκα'ς φτο τουν ζαλίκα που δε νώγα τ' άλαλα τ'ς μοίρας τ'!
-
(μόνο στον πληθ)=τα άτομα
- -Πόσ' νουμακοί ήνταν στου ξιφόρτουμα;
νουμή (η)
- Δίοδος τυφλού χωραφιού, μέσα από άλλο χωράφι.
νουμίζιτι
-
Το σπίτι ή το χωράφι έχει είσοδο από…….
- -Απού πού νουμίζιτι του σπίκι σ' ;
νουνού (η)
-
Νονά (ανάδοχος σε βάπτιση)
- -Τούτου του σπίκ' είνι τ'ς νουνούς μ'»
νουπίζου
- Υγραίνω
νουπός (ι)
-
Φρέσκος, βρεγμένος, αστέγνωτος
- -Τα καμώματα τ' είνι νουπά
νουρίς
- Ενωρίς
νους (ι)
-
Ο νους
- -Έχι του νου σ' στου φαΐ = πρόσεχε το φαγητό (να μην καεί κ.τ.λ.)
- -Ε τόβαλι ι νους μ'= δεν το σκέφθηκα
- -Βάλι μι του νους = σκέψου
- -Νου εν έχου = είμαι αναστατωμένος από κάτι, δεν μπορώ να σκεφθώ
νουστιμάδα (η)
- Ευχάριστη γεύση, νοστιμιά
- μτφ. χάρη
νουτ'νός (ι)
- Νότιος
ντ'μπανιάρ'ς (ι)
- Έρμος, κακόμοιρος, αναθεματισμένος
ντ'μπανιάρκου (του)
-
υποκορ. της λ. «ντ'μπανιάρ'ς»
- -Του ντ'μπανιάρκου του πουδάρ' πάλι πουνεί
ντ'μπανιασμένους (ι)
- Ο πρησμένος (σαν τύμπανο)
ντα
-
Τι
- -Ντα ποίτσις; = τι έκανες;
ντα δα πλιά
-
Μα τι ατυχία ήταν αυτή!
- -Έμ ντα δα πλιά σι σένα έλαχι τούτου;
ντα φτάν'ς;
- Τι κάνεις;
- Ταβάνι
- Ταβατούρι
- Ταβάς. Είδος μικρού στρογγυλού ταψιού με χερούλια
νταβλός (ι)
- Δαυλός. Χοντρό κούτσουρο για τζάκι.
- Μεγάλο τύμπανο
- μτφ. πρησμένος
-
Έκφραση αδιαφορίας, αναγκαστικής αποδοχής
- -Νταβούλ'να γίν'ς = κάνε ό,τι θέλεις
- -Νταβούλ' = ας είναι, τέλος πάντων
- -Πρήστσι του χέρι τ' τσ' έγινι νταβούλ' = φούσκωσε πολύ
- -Άμα σι πιάσου στα χέρια μ' α σι ποίσου νταβούλ' στου ξύλου = θα φας πολύ ξύλο (απειλή)
νταβραγκζμένους
- Ζωηρός, δυναμωμένος, καλοθρεμμένος, σεξουαλικά ερεθισμένος βλ. και λ. «νταβραγκίζου»
-
Ξεκινώ να πάω κάπου με τα πόδια
- -Νταβραγκίζου τσι σι μια ώρα ήμαν στου γιαλό!
-
Παίρνω τα πάνω, ζωηρεύω, δυναμώνω, είμαι γεμάτος ζωντάνια και κυρίως από σεξουαλικό οργασμό
- -Να τρως μια χλιαριά μέλ' κάθι ταχτέρ να νταβραγκίζ'ς
- -Είχα τσι του κούτ'λ'ου του ζ'γούρ' τσ' άργισι να νταβραγκίσ'. Μόλις τ' δώκα γκαμπόσα πόσ'κα, για ώρας πήρι φόρα
Επίσης ως:
νταβραντίζου
Δείτε:
- Στήριγμα, αποκούμπι
- Ξύλο (βέργα) που έμπαινε ως στήριγμα στη μία πλευρά του φορτίου του ζώου, μέχρι να φορτωθεί και η άλλη πλευρά
νταγιαγκίζου
- βλ. λ. «νταγιαντίζου»
- Προκαταβολή ως ενίσχυση σε συνεταιρισμό ατόμων (π.χ. ο ένας βάζει το χωράφι και ο άλλος τη δουλειά. Ο πρώτος βοηθά τον δεύτερο προσωρινά και γίνεται ο συμψηφισμός στο τέλος)
- Επιφώνημα αγανάκτησης, φτάνει, δεν αντέχω άλλο
-
Στηρίζομαι, βαστώ, αντέχω
- -Νταγιάντα κουμμάκ' να φουρτώσου (κράτα λίγο)
- -Νταγιάντα τα μπε τα έρμα τα ζα (εμπόδισέ τα, κράτησέ τα)
- -Ε, μπρε, πού νταγιαντίξαμι! (μέχρι πού φτάσαμε, αντέξαμε)
- Γρίπη
νταγκάδα (η)
- Η άσχημη μυρωδιά και γεύση κυρίως των ελιών, του βουτύρου, του λαδιού και άλλων λιπαρών ουσιών.
- Ψηλός, ογκώδης και συχνά άγριος άνδρας
νταγκός (ι)
- Αυτός που έχει άσχημη μυρωδιά και γεύση
ντάητου
-
Για αυτό
- -Ντάητου, μ' πιτούσατι τόσις μέρις βουλαδιές, τσι γω του ζο εν ήπιρνα χαμπάρ';
-
Γιατί, για πιο λόγο
- -Ντάητου τσ' εν ήρθις;
- Πληθώρα πραγμάτων
νταϊφάδις (οι)
Ετυμολογία: ταϊφάς (= στράτευμα ατάκτων, εργατιά ενός κτηματία, τουρκ. taıfe = οικογένεια, φυλή, σωματείο
- Ομάδες εργασίας στα χωράφια
νταλάκα (η)
- Η μεγάλη κοιλιά
νταλακλής (ι)
- Αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά, ο χοντρός
νταλακουμένους (ι)
- Με πολλές σκοτούρες στο μυαλό
νταλαμουρχίζουμι
Δείτε:
νταλαμπέκους ή πιασμός (ι)
- Η ελονοσία