νιτέρνου

Ετυμολογία: ιταλ. nettare = καθαρίζω

  • Νετάρω, τελειώνω
νιφιργκέδις
Δείτε:
νιώνου
  1. Ξυπνώ
    • -Του μουρό νιώσι = ξύπνησε
  2. Αντιλαμβάνομαι
νιώσμα (του)

Ετυμολογία: από το θέμα του αορ. του ρ. νιώθω και νιώνω (= καταλαβαίνω). Ένιωσα > νιώσμα

  • Αίνιγμα
νουγώ
  • Ξέρω, καταλαβαίνω
    • -Έ νουγά ντα τ' γίνιτι!
    • -Ντιπ ζο είνι. Έ νουγά κίπουτα!
    • -Τσι γι 'τοιμασίις μπρε ντα θα γέν'ς; Έ νώγας ν' ανοίξ' τα στραβά σ' προυχού πεις του ναι;
    • -Τσι μπάς τσ' ήντου καμιά παραρηξημιά; Τσ' όμουρφ' ήντου τσι ν'κουτσυαρά, τσί τ'ς δώκα'ς φτο τουν ζαλίκα που δε νώγα τ' άλαλα τ'ς μοίρας τ'!
νουμάκ' και νουμακοί (οι)

Ετυμολογία: όνομα - ονόματα > νουμάκ'

  • (μόνο στον πληθ)=τα άτομα
    • -Πόσ' νουμακοί ήνταν στου ξιφόρτουμα;
νουμή (η)
  • Δίοδος τυφλού χωραφιού, μέσα από άλλο χωράφι.
νουμίζιτι
  • Το σπίτι ή το χωράφι έχει είσοδο από…….
    • -Απού πού νουμίζιτι του σπίκι σ' ;
νουμπέκ (ι)
νουνού (η)
  • Νονά (ανάδοχος σε βάπτιση)
    • -Τούτου του σπίκ' είνι τ'ς νουνούς μ'»
νουπίζου
  • Υγραίνω
νουπός (ι)
  • Φρέσκος, βρεγμένος, αστέγνωτος
    • -Τα καμώματα τ' είνι νουπά
νουρίς
  • Ενωρίς
νους (ι)
  • Ο νους
    • -Έχι του νου σ' στου φαΐ = πρόσεχε το φαγητό (να μην καεί κ.τ.λ.)
    • -Ε τόβαλι ι νους μ'= δεν το σκέφθηκα
    • -Βάλι μι του νους = σκέψου
    • -Νου εν έχου = είμαι αναστατωμένος από κάτι, δεν μπορώ να σκεφθώ
νουσούφ (του)
Δείτε:
νουστιμάδα (η)
  1. Ευχάριστη γεύση, νοστιμιά
  2. μτφ. χάρη
νουτ'νός (ι)
  • Νότιος
νουφούσ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Πιστοποιητικό γέννησης
Επίσης ως:
ντ'μπανιάρ'ς (ι)
  • Έρμος, κακόμοιρος, αναθεματισμένος
ντ'μπανιάρκου (του)
  • υποκορ. της λ. «ντ'μπανιάρ'ς»
    • -Του ντ'μπανιάρκου του πουδάρ' πάλι πουνεί
ντ'μπανιασμένους (ι)
  • Ο πρησμένος (σαν τύμπανο)
ντα
  • Τι
    • -Ντα ποίτσις; = τι έκανες;
ντα δα πλιά
  • Μα τι ατυχία ήταν αυτή!
    • -Έμ ντα δα πλιά σι σένα έλαχι τούτου;
ντα φτάν'ς;
  • Τι κάνεις;
νταβάν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. tavan

  • Ταβάνι
νταβαντούρ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. tevatür = διάδοση μιας είδησης από στόμα σε στόμα

  • Ταβατούρι
νταβάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. tava = τηγάνι

  • Ταβάς. Είδος μικρού στρογγυλού ταψιού με χερούλια
ντάβλα (η)
Δείτε:
νταβλός (ι)
  • Δαυλός. Χοντρό κούτσουρο για τζάκι.
νταβούλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. davul

  1. Μεγάλο τύμπανο
  2. μτφ. πρησμένος
  3. Έκφραση αδιαφορίας, αναγκαστικής αποδοχής
    • -Νταβούλ'να γίν'ς = κάνε ό,τι θέλεις
    • -Νταβούλ' = ας είναι, τέλος πάντων
    • -Πρήστσι του χέρι τ' τσ' έγινι νταβούλ' = φούσκωσε πολύ
    • -Άμα σι πιάσου στα χέρια μ' α σι ποίσου νταβούλ' στου ξύλου = θα φας πολύ ξύλο (απειλή)
νταβραγκζμένους
  • Ζωηρός, δυναμωμένος, καλοθρεμμένος, σεξουαλικά ερεθισμένος βλ. και λ. «νταβραγκίζου»
νταβραγκίζου

Ετυμολογία: τουρκ. davrandı, αόρ. του davranmak = συμπεριφέρομαι, ενεργώ

  1. Ξεκινώ να πάω κάπου με τα πόδια
    • -Νταβραγκίζου τσι σι μια ώρα ήμαν στου γιαλό!
  2. Παίρνω τα πάνω, ζωηρεύω, δυναμώνω, είμαι γεμάτος ζωντάνια και κυρίως από σεξουαλικό οργασμό
    • -Να τρως μια χλιαριά μέλ' κάθι ταχτέρ να νταβραγκίζ'ς
    • -Είχα τσι του κούτ'λ'ου του ζ'γούρ' τσ' άργισι να νταβραγκίσ'. Μόλις τ' δώκα γκαμπόσα πόσ'κα, για ώρας πήρι φόρα
Επίσης ως:
νταβραντίζου
νταγιάγκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. dayak =μικρός στύλος

  1. Στήριγμα, αποκούμπι
  2. Ξύλο (βέργα) που έμπαινε ως στήριγμα στη μία πλευρά του φορτίου του ζώου, μέχρι να φορτωθεί και η άλλη πλευρά
νταγιαγκίζου
  • βλ. λ. «νταγιαντίζου»
νταγιαμάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. dayanmak = στηρίζομαι, βασίζομαι

  • Προκαταβολή ως ενίσχυση σε συνεταιρισμό ατόμων (π.χ. ο ένας βάζει το χωράφι και ο άλλος τη δουλειά. Ο πρώτος βοηθά τον δεύτερο προσωρινά και γίνεται ο συμψηφισμός στο τέλος)
νταγιανά μαντίν ή νταγιανάμαντιμ

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Επιφώνημα αγανάκτησης, φτάνει, δεν αντέχω άλλο
νταγιαντίζου και νταγιαντώ

Ετυμολογία: τουρκ. dayandı, αόρ του ρ. dayanmak

  • Στηρίζομαι, βαστώ, αντέχω
    • -Νταγιάντα κουμμάκ' να φουρτώσου (κράτα λίγο)
    • -Νταγιάντα τα μπε τα έρμα τα ζα (εμπόδισέ τα, κράτησέ τα)
    • -Ε, μπρε, πού νταγιαντίξαμι! (μέχρι πού φτάσαμε, αντέξαμε)
ντάγκα (η)

Ετυμολογία: αγγλ. denque = δάγκειος πυρετός

  • Γρίπη
νταγκάδα (η)
  • Η άσχημη μυρωδιά και γεύση κυρίως των ελιών, του βουτύρου, του λαδιού και άλλων λιπαρών ουσιών.
νταγκλαράς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. doğlı = ορεσίβιος ¸ dağ = βουνό

  • Ψηλός, ογκώδης και συχνά άγριος άνδρας
νταγκός (ι)
  • Αυτός που έχει άσχημη μυρωδιά και γεύση
ντάητου
  1. Για αυτό
    • -Ντάητου, μ' πιτούσατι τόσις μέρις βουλαδιές, τσι γω του ζο εν ήπιρνα χαμπάρ';
  2. Γιατί, για πιο λόγο
    • -Ντάητου τσ' εν ήρθις;
ντάιμα (η)

Ετυμολογία: τουρκ. dayma = πάντα

  • Πληθώρα πραγμάτων
νταϊφάδις (οι)

Ετυμολογία: ταϊφάς (= στράτευμα ατάκτων, εργατιά ενός κτηματία, τουρκ. taıfe = οικογένεια, φυλή, σωματείο

  • Ομάδες εργασίας στα χωράφια
νταλάκα (η)
  • Η μεγάλη κοιλιά
νταλακλής (ι)
  • Αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά, ο χοντρός
νταλακουμένους (ι)
  • Με πολλές σκοτούρες στο μυαλό
νταλαμουρχίζουμι
νταλαμπέκους ή πιασμός (ι)
  • Η ελονοσία