Ν'κόλας (ι)
  • Το όνομα «Νικόλαος»
Ν'κουλέλ'
  • υποκορ. της λ. «Ν'κόλας»
ν'κουτσυαρά (η)
  • Νοικοκυρά
ν'κουτσυαρούδα (η)
  • υποκορ.της λ. «ν'κουτσυαρά»
ν'κουτσύρ'ς (ι)
  • Νοικοκύρης
ν'κουτσυρεύγου
  • Νοικοκυρεύω
ν'κουτσυριμένα (τα)
  • Νοικοκυρεμένα
ν'κουτσυριό (του)
  • Νοικοκυριό
να
  1. Δεικτικό μόριο
    • -Να μουρό να μάλαμα!
  2. Σύνδεσμος
    • -Να μη τόσουνα = μακάρι να
    • -Απ' κι' μύκ' να ( αν) μι πιάγ'ς α σκάσου
  3. Επιφώνημα φόβου στη φράση:
    • -Να μι πήγι απ' του φόβου μ' (το «να» με έμφαση)
νά μι 'δω
  • Ήρθα! Είμαι παρών. Επίσης ως απειλή π.χ. στη φράση:
    • -Σταμάτα τ'ς φουνές γιακί νά μι 'δω, α γλιθμήσου!
νά μι ρώτα
  • Τρόπος αποφυγής απάντησης σε ερώτηση κάποιου
    • -Πού τούβρις μπε τούτου του πράμα;
    • -Νά μι ρώτα!
νά συ έλ'πις
  • Τώρα μάλιστα. Εσύ μας έλειπες.
ναι τσι σόν'
  • Οπωσδήποτε
    • -Ναι τσι σόν' να γίν' του θ'κότ' = οπωσδήποτε να γίνει το δικό του
ναμ (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Φήμη, αξία, πρωτιά, διάκριση, υπεροχή, παραδοχή, αποδοχή, έκφραση θαυμασμού
    • -Στου χουριό η Μαριγώ είχι του ναμ
    • -Του Μπιρδές' έχ' του ναμ για τσ' όμουρφις κουπιλούδις
    • -Πήρι του ναμ τ' κόσμ'!
    • -Εμ τι ουμουρφιά ήντου φκη, τι στουλίδια, τι μαλάματα, πήρι του ναμ η θχατέρα σας!
ναμκιόρ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. nankör

  • Γρουσούζης, αχάριστος (ναμκιόρ'σα, ναμκιόρ'κου)
Επίσης ως:
νάπους (ι)
  • ξύλινο δοχείο με καπάκι για ελιές, τυρί, φαΐ
νάσανα τσι νάμπανα
  • Εδώ και εκεί
    • -Είχι παράδις τσι έκανι νάσανα τσι νάμπανα = δηλ τα σκόρπιζε άσκοπα
νάτικια
  • Έτικια, έτσι, να έτσι
νατουράλ' (του)
  • Καλοκαιρινό λουλούδι
νε (

Ετυμολογία: τουρκ. ne… ne

  • αποφατικός σύνδεσμος), συνήθως με επανάληψη Ούτε ούτε
    • -Διέβινα πουταμό πουταμό τσι αξ'πόλτους - νε παπούτσια είχαμι εϊτότις νε κίπουτας - στου δρόμου για τα Τιλώνια
    • -Νε κλαί, νε γιλά = είναι έτσι κι έτσι
νεβί νεβί
  • Φιρί - φιρί
νειρεύγουμι
  • Ονειρεύομαι
    • Φρ: Γι αλεπού πιτ'ναρέλια νειρεύγιτι
νεμ (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Η υγρασία που κρατάει το οργωμένο χωράφι
νεμλεντίζου
  • Υγραίνω το χωράφι
νεμπέκ' (του)
νεντιμέκ

Ετυμολογία: τουρκ. demek = σημαίνει

  • Πιθανόν να γίνει αυτό
νεραγίδα (η)
  • Νεράιδα
νέφκ' (του)
  • Νέφτι
νησ'κός (ι)
  • Νηστικός
    • -Νησ'κό αρκούδ' έ χουρεύγ'
νι
  • Σιδερένια μύτη σε ξύλινο αλέτρι (υνί)
νιάμιρα (τα)
  • Τα εννιάμερα (οι εννιά μέρες από το θάνατο κάποιου)
νιάπιτρου (του)
  • Παιδικό παιχνίδι (παίζεται όπως η ντάμα αλλά με εννέα λιθάρια).
νίβγου
  • Πλένω
νίβγουμι

Ετυμολογία: μσν. νίβομαι

  • Πλένομαι
νιλέρ τιντίνια
  • Κοτζάμ, τόσα και τόσα.
    • -Μη κνιώστι τσι κνιώστι μπρε, γιακί νιλέρ τιντίνια πιράσας απ' του Πλάτανου (τόσοι και τόσοι πέρασαν από την Πλατεία του χωριού)
    • -Βούλιαξι του καΐκ, τσι πάντα πα, χάθ'κασ' νιλέρ αθρώπ'! = χάθηκαν τόσοι και τόσοι άνθρωποι
νιμές (ι)
  • Τούβλο για χτίσιμο
νιμπέκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. nöber = σειρά εκ περιτροπής

  • Σειρά, η σειρά εκ περιτροπής για το πότισμα των χωραφιών και περιβολιών
    • -Μι του νιμπέκ' = με τη σειρά
    • -Θέλου να μ'λήξου μα σύ βλουγημέν' εν αφήν'ς νιμπέκ', να πει τσι γι άλλους του λόγου τ'
Επίσης ως:
νινίδα (η)
  • Οι ακαθαρσίες που υπάρχουν στο κεφάλι του παιδιού μόλις γεννηθεί.
νίντρ' (του)
  • Ξύλο ή σίδερο που συνέδεε το αλέτρι με το ζυγό (Στις τρύπες που είχε το «μπόλ'» (βλ. λ.) του αλετριού έμπαινε το «νίντρ'»)
Επίσης ως:
νιόστακας (ι)
  • Αυτός που νομίζει ότι τα ξέρει όλα
νιουγάμπρια (τα)
  • Οι νεόνυμφοι
νιουνιό (του)
  • Νους
νιουτός (ι)
  • Ξυπνητός
νιρέλ' (του)
  • Νεράκι
νιρόμ'λους (ι)
  • Υδρόμυλος
νιρουμάνα
  • Πηγή με νερό
νιρουφαγιά (η)
  • Λακκούβα στο δρόμο που δημιουργήθηκε από πολύ νερό (λόγω βροχής κ.τ.λ.)
νιρουφίδα (η)
  • Το φίδι που ζει μέσα στο νερό, το νερόφιδο
    • -Σα νιρουφίδα κατιβάζ' του πιουτό (για άνθρωπο που πίνει πολύ)
νιρουχύτ'ς (ι)
  • Νεροχύτης
νισιστές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. nışasta = άμυλο από σιτάλευρο

  • Πρώτης κατηγορίας αλεύρι, πολύ αμυλώδες, από μεγαλόσπορο σιτάρι, κατάλληλο για γλυκίσματα