Βρέθηκε ακριβές λήμμα
νιμπέκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. nöber = σειρά εκ περιτροπής

  • Σειρά, η σειρά εκ περιτροπής για το πότισμα των χωραφιών και περιβολιών
    • -Μι του νιμπέκ' = με τη σειρά
    • -Θέλου να μ'λήξου μα σύ βλουγημέν' εν αφήν'ς νιμπέκ', να πει τσι γι άλλους του λόγου τ'
Παρόμοιες λέξεις
νεμπέκ' (του)
νουμπέκ (ι)