Βρέθηκε ακριβές λήμμα
νταϊφάδις (οι)
Ετυμολογία: ταϊφάς (= στράτευμα ατάκτων, εργατιά ενός κτηματία, τουρκ. taıfe = οικογένεια, φυλή, σωματείο
- Ομάδες εργασίας στα χωράφια
Ετυμολογία: ταϊφάς (= στράτευμα ατάκτων, εργατιά ενός κτηματία, τουρκ. taıfe = οικογένεια, φυλή, σωματείο