Βρέθηκε ακριβές λήμμα
αφλόγαλου (του)
  • Το βυζί του ζώου που έχει μεγάλη τρύπα και κατ' επέκταση ευκολοάρμεχτο ζώο (αντίθ. τσ'τόγαλου)
    • -Αφλόγαλα πρόβατα
Παρόμοιες λέξεις
αφρόγαλου (του)