προυξιν'τής (ι)
- Ο μεσολαβητής σε αρραβώνα
προυξινεύγου
- Κάνω προξενιό
πρους τα ύστιρα
- Αργότερα
προυσ'νηστάρ' (του)
- Το προσκυνητάρι της εκκλησίας (πρόχειρο εικονοστάσι στο δρόμο)
προυσ'νώ
- Προσκυνώ
προυσβαίρνου
- Προσβάλλω, θίγω την αξιοπρέπεια κάποιου
προυσώρας
-
Προς στιγμή, επί του παρόντος, για την ώρα
- -Τσι γω είπα προυσώρας να φύγου πριχού πιάσ' να ψ'χαλίζ', αλλά ίσαμι να σαμαρώσου του γάιδαρου, άι του ένα, άι του άλλου, πιάσι η μπόρα
προυταφανίσμους (ι)
- Ο πρωτοεμφανιζόμενος (συνήθως καρπός σύκων ή σταφυλιών)
προυτόγαλου
Δείτε:
προυτού
- Πριν
προυτουμάνα (η)
- Τα τρία πρώτα φύλλα απ' τη ρίζα του καπνού
προυτουτσνηγώ
-
Κυνηγώ πρώτον
- -Ποιόν να προυτουτσνηγήσουν πλιά;
Προυτουτσύριακου (του)
- Πρωτοκύριακο = Η πρώτη Κυριακή μετά την Καθαρά Δευτέρα, δηλαδή η πρώτη Κυριακή της Σαρακοστής. Ημέρα κατά την οποία έβγαιναν τα αρραβωνιάσματα βόλτα στο γιαλό!
προυτσίζου
- Προικίζω
προυτσίλια (τα)
-
Οι κοιλιές
- -Έ Μήτρου, βλέπου κατέβασις προυτσίλια!
προύτσις (οι)
- Οι προίκες
προυτύτιρα (επίρρ.)
- Πρωτύτερα
προυχού
-
Πριν
- -Γιος: Ε κη θέλου πλιά!
- -Μάνα: Τσι γι τοιμασίις μπρε ντα θα γέν'ς; Έ νώγας ν' ανοίξ' τα στραβά σ' προυχού πεις του ναι;
προυψές (επίρρ.)
- Προχθές βράδυ
προυψισ'νός (η)
- Ο προχθεσινοβραδινός
πρώκ' (οι)
-
Οι πρώτοι
- -Οι πιο βιαστσοί γκ' πατήσασ' πρώκ'
πρώκ' στάλα
- Το πρώτο ούζο που έβγαινε από το καζάνι
πρώμα (επίρρ.)
- Πρώιμα, πριν από την κανονική ώρα
πσατσί (του)
- Φαρμάκι, κάτι πολύ πικρό
πσιακώνου
-
Φαρμακώνω
- -Κρίμα του σλαρέλ'!. Του πσιάκουσι ι παλιουρουφιάνους!
πσνά (τα)
- βλ. λ. π'σ'νός
πστάδ (το)
- Πολύ ώριμο σύκο έτοιμο να πέσει από τη συκιά
-
μτφ. Κατάσταση εξάντλησης, εξουθένωσης
- -Πστάδ γίνκα απ' κη πουλύ κη δ'λειά!
πσταδιασμένους (ι)
- μτφ. εξαντλημένος, ξεθεωμένος, ξεζουμισμένος (βλ. και λ. «πστάδ»)
πστέλ' (του)
- Βοηθητικό παράσπιτο (κουζίνα του κυρίως σπιτιού)
πστιά (η)
- Μέρος του «καπλουδέκ'» που μπαίνει κάτω από την ουρά του ζώου.
πστιλέλ' (του)
-
Μικρό βοηθητικό παράσπιτο (υποκορ. της λ. «πστέλ'»)
- -Βάλι κ' φουκιά στου πστιλέλ'
πυρκάτου πρόβατου (του)
- Πρόβατο με μικρά καφέ στίγματα στο πρόσωπό του
πύρουμα
Δείτε:
- Χώρος, κυρίως υπαίθριος, σαν πρόχειρο τζάκι, όπου έψηναν τα φαγητά
πυρουστιά (η)
- Πυροστάτης (σιδερένιος τριγωνικός τρίποδας πάνω στον οποίο τοποθετούσαν τα μαγειρικά σκεύη πάνω από φωτιά)
- Ζεσταίνω
- Καπνοδόχος, φουγάρο, ράφι πάνω απ' το τζάκι
πχαρουπάν' (του)
-
Ειδικό διακοσμητικό πανί για το «πχαρί» (βλ. λ.)
- Φρ .: Πχαρουπάν' τα ποίτσις = Τα έκανες θάλασσα, τα πρόκοψες