Βρέθηκε ακριβές λήμμα
πστιλέλ' (του)
  • Μικρό βοηθητικό παράσπιτο (υποκορ. της λ. «πστέλ'»)
    • -Βάλι κ' φουκιά στου πστιλέλ'