π'γάδ' (του)
-
Πηγάδι
- -Τα μάκια τ' γυαλίζαν α τα π'γάδια = γυάλιζαν πολύ
π'γαδέλ' (του)
-
υποκορ.της λ.«π'γάδ'»
- - Λίγου λίγου του λαδέλ'
- τσ' είνι ι χρόνους α π'γαδέλ'
π'δώ
- Πηδώ
π'θαμή (η)
- Σπιθαμή
π'θάρ' (του)
- Πιθάρι (μεγάλο πήλινο αγγείο με φαρδύ στόμιο για αποθήκευση υγρών (λαδιού, κρασιού)
-
Θυμώνω κάποιον
- -Μη μι π'θεύγ'ς τσ' έν έχου κ' όριξη σ'!
Επίσης ως:
π'θεύγουμι
- Οργίζομαι
π'θυμός (ι)
- Ο θυμός
π'καμ'σέλ' (του)
- υποκορ.της λ. «π'κάμ'σου»
π'κάμ'σου (του)
- Πουκάμισο
π'κρός (ι)
- Πικρός
π'λάδα (η)
- Η πουλάδα, η κλώσα
π'λαδέλ' (του)
- υποκορ.της λ. «π'λάδα»
π'λάλα (η)
- Πιλάλα = τρέξιμο, τρεχάλα, καλπασμός
π'λαλώ
-
Τρέχω γρήγορα
- -Τσ' α φουνάζουν έιτουτις ούλις': π'λάλα (τρέξε) Στρατέλ' τσ' είνι μακρυά γη στράτα)
π'λάρ' (του)
- Πουλάρι, μικρό γαϊδούρι
π'λέλ' (του)
- υποκορ. της λ. «π'λί»
π'λί (του)
- Πουλί
π'λώ
-
Πουλάω
- -Ώ θεια π'λείς έφτου του γαϊδουρέλ';
π'νακουπάν' (του)
- Πανί πινακωτής
π'νακουτή (η)
- Πινακωτή (επίμηκες ξύλινο σκεύος, ενάμιση περίπου μέτρο στο μάκρος και πενήντα πόντους στο πλάτος, χωρισμένο σε πεντέξι ισομεγέθη τμήματα, μέσα στα οποία τοποθετούνται τα ζυμωμένα ψωμιά και αφήνονται ωσότου φουσκώσουν -να ανέβει η ζύμη τους- πριν μεταφερθούν στο φούρνο, για να ψηθούν)
π'νακουτόπανα (τα)
- Πανιά κομμένα στο μάκρος της πινακωτής για να τοποθετούνται πάνω τους τα πλασμένα ψωμιά
π'νάτς' (του)
- Πινάκιο, ξύλινο πιάτο, ξύλινη κούπα
π'νατσίδα (η)
- Θηλυκό γαϊδούρι πριν έρθει σε ηλικία για να σαμαρωθεί
- Το κόκαλο ωμοπλάτης
π'νώ
- Πεινώ
π'ριβόλ' (του)
- Το περιβόλι
π'ριβουλέλ' (του)
- υποκορ.της λ.«π'ριβόλ'»
π'σ'νά (τα)
-
Τα πισινά, τα καπούλια του ζώου
- -Ανάψας τα π'σ'νά τ' γαϊδάρ'
π'σ'νός (ι)
-
Πισινός
- - Π'δώ τσι γω απά στα π'σ'νά τ' (στα πισινά του)
π'στέλ (του)
- Μικρό κτίσμα (αναγραμματισμός της λ. «σπιτέλ'»
π'στεύγου
-
Πιστεύω
- -Εν είνι αλήθεια. Ε του π'στεύγου
π'στεύγουμι
-
Εμπιστεύομαι
- -Όποιους π'στεύγιτι του κώλου τ' χέζ' του βρατσί τ'
π'στιμός (ι)
-
Εμπιστοσύνη, πίστη
- -Τούκ' η γ'ναίκα έν έχ' π'στιμό = δεν μπορείς να της έχεις εμπιστοσύνη
π'στουσύν' (η)
-
Η εμπιστοσύνη
- -Έιτουτους γι άθρουπους εν έχ' π'στουσύν'= δεν μπορείς να τον εμπιστευθείς.
- Ο κεφτές
π'ταρέλια (τα)
- υποκορ. της λ. «π'ταρί»
π'ταρί (του)
-
Τεμάχιο χαλβά (τον πουλούσανε στα πανηγύρια σε στρογγυλά μικρά κομμάτια)
- -Έ μπάρμπα, δώμ' ένα π'ταρί χαλβά
Επίσης ως:
-
Πάνω
- -Πα στου ράχκ'= πάνω στο βράχο
πα τσι
-
Μήπως
- -Πα τσι θαρρείς πως ε ντούξιρα; = μήπως νομίζεις πως δεν το ήξερα;
-
Πηγαίνω, φεύγω
- -Αμέτι στου καλό = Πηγαίνετε στο καλό.
- -Έ μπάρμπα πού παγέν'ς;
- -Διέβινι = πήγαινε
- -Τούβαλι να φα, τσι πάιτσι στου σπίκ' (έφυγε για το σπίτι)
παγιαύλ' (του)
- Πλαγίαυλος = πνευστό μουσικό όργανο που έχει σχήμα αυλού.
παγιαυλέλ' (του)
-
υποκορ. της λ. «παγιαύλ'»
- -Ύστιρα άμα παίξου τούτουνα του παγιαυλέλ' α πιταχκείς απάνου
παγκέλια (τα)
- Μικρά παγκάκια
παητός (ι)
-
Το φευγιό
- -Άι τζιντούτι, παητός = Άντε, ξεκινήστε, πάμε να φύγουμε
πάθια (τα)
- Τα βάσανα
παθιάζου
-
Κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι
- -Πάθιασα ίσαμι να τουν καταφέρου να πει του ναι
παθμένους (ι)
- Ο άρρωστος
-
Ο τρελός, ο παλαβός
- -Μπα τσ' είσι παθμένους; Τι λόγια είνι τούτα π' λέγ'ς;
παθός (ι)
-
Αυτός που έχει πάθει και έχει αποκτήσει εμπειρίες από τα πάθη του
- -Είνι παθός!
- Ι παθός είνι μαθός = από αυτά που παθαίνεις μαθαίνεις
παίδα (η)
-
Η τυραννία, το βάσανο
- -Τι παίδα είνι τσι τούκ'!