-
Χοντρή βέργα. βλ. και λ. «τσιλίκ' -τσιμάκ'»
-
Η γυναίκα του βοσκού
-
Είδος γλυκού φαγώσιμου χόρτου
τσουρβάς (η)
Ετυμολογία:
τουρκ. çorba
τσουρούκ'κους (ι)
Ετυμολογία:
τουρκ. çürük
-
Σάπιος, φθαρμένος, δεύτερης ποιότητας
τσουρούκ'ς (ι)
Ετυμολογία:
τουρκ. çürük
-
Κακός μάστορας, κακοτεχνίτης
-
το μέρος του κουπιού από τη μέση και πάνω, δηλ. από το σκαρμό μέχρι τη λαβή του κουπιού από τον κωπηλάτη
τσοχαντάρ'ς (ι)
Ετυμολογία:
τουρκ.
-
Αυλικός αξιωματικός σουλτάνου
-
Τετράγωνο σακί, με καπάκι σαν φάκελος, από τρίχα κατσίκας για την έκθλιψη πολτού ελαιών
-
Σκαμνί όπου τοποθετούσαν τα τυριά για να στραγγίξουν
-
Χάλια
-
- Έν είχα φέτους 'λιές
-
τύφλις - μούτζις τσι γοι δ'λειές
-
Δίχτυ ψιλό με «μάτι» μέχρι 20 χιλιοστά