τ' (αντων.)
-
του
- -Η μάνα τ'
τ' σλιού του κ'τάβ'
-
Του σκύλου το κουτάβι. Χρησιμοποιείται ως έκφραση για να δείξουμε κάποιες χαρακτηριστικές ιδιότητες ή συμπεριφορές ενός ατόμου
- -Βρη τ' σλιού του κ'τάβ' διξιάδα! (θαυμασμός για τις ικανότητες του)
τ'λιγάδ' (του)
- Ξύλινο μακρόστενο ραβδί πάνω στο οποίο τύλιγαν σε θηλιά το νήμα που θα χρησιμοποιούσαν στον αργαλειό (τυλιγάδι)
Επίσης ως:
τ'λίγου
- Τυλίγω
τ'λόγς
-
Εσύ ο ίδιος, σε ό,τι σε αφορά (π.χ. ποια γνώμη έχεις;)
- -Τ'λόγς ντα λες;
τ'Ξτού
- Του Χριστού (πανηγύρι που γίνεται στο χωριό στις 6 Αυγούστου κάθε χρόνο)
τ'φατσεύγου
- Τυφεκίζω, σκοτώνω με ντουφέκι
τα πίσου μπρός
- Ανάποδα
-
μτφ. υποδηλώνει άμεση επιστροφή
- -Πήγι σκ' Μυτιλήν' τσι γύρσι τα πίσου μπρός
-
Έτοιμο χωράφι για ζευγάρισμα και σπορά
- -Πα στου τάβι τ' είνι του χουράφ'
Επίσης ως:
ταβανόγατα (ι)
- μτφ. εκείνος που μπορεί να σκαρφαλώσει παντού (σαν τη γάτα).
- Θόρυβος, φασαρία, σύγχυση
-
μτφ. Στάβλος
- -Πήγα, ξιφόρτουσα του γάιδαρου, τσι τουν πήγα σκη τάβλα
Επίσης ως:
ταβλαντζμένου χουράφ'
- Χωράφι έτοιμο για ζευγάρισμα
ταγαριάζου
- Ντερλικώνω, τρώω λαίμαργα μεγάλη ποσότητα φαγητού
ταγίζου
-
Ταΐζω
- -Ταγίζου τα ζα
- Η ταγή, το καθορισμένο σιτηρέσιο που δίνεται στα υποζύγια ή σε άλλα οικόσιτα ζώα
τάγκα
- Τ ίγκα (εντελώς γεμάτο)
-
Η λ. κυριολεκτείται στο λάδι που, όταν αλλοιωθεί, παίρνει μια δυσάρεστη οσμή
- -Τάγκουσι του λάδ' τσ' ε τρώγιτι
- Λάδι που αλλοιώθηκε και έχει μια δυσάρεστη οσμή και γεύση
-
Το φρέσκο
- -Είνι ταζέδ'κου του ψουμί;
- -Σ'μιρνό είνι!
τάι (του)
- Το πουλάρι
ταΐνι (του)
- Κουραμάνα
- Ομάδα ατόμων για το μάζεμα των ελιών, συντροφιά, παρέα
-
Το κουράγιο, η δύναμη
- -Κουράσκα πουλύ. Έν είχα τακάτ να σ'κώσου ούτι του κ'μάρ' να πιώ νιρό.
τακατάκ (του)
- Παιδικό παιχνίδι
τακατούκα (ι)
- Ξύλινη κατασκευή σε σχήμα κουλέθρας (βλ. λέξη) για τη συλλογή και ρίψη σκουπιδιών. Ο πάτος της τακατούκας άνοιγε για το άδειασμά της στο χώρο του σκουπιδότοπου. Μεταφέρονταν με γαϊδουράκι και φορτώνονταν στις δύο πλευρές του ζώου.
- Άθροισμα όμοιων πραγμάτων (εργαλείων, σκευών για τον ίδιο σκοπό)
-
Στολίδια αλόγου (π.χ. καπίστρ', καπλουδέκ'ς, πστιά, μισιά, σαμάρ' χαϊμαλί, κιτσές, κ.τ.λ.
- -Του ζο τσλιέτι χάμ τσι καν' ούλα τα τακίμια τ' χάλια!
- Φιλιώνω, ενσωματώνομαι σε κάποια παρέα, συγχρωτίζομαι
- Ο ρόζος
- Τμήμα κορμού δένδρου πάνω στο οποίο ο κρεοπώλης κόβει το κρέας
ταλαμουρχίζουμι
-
Ανακατεύομαι, έχω στομαχικές διαταραχές
- -Ε, μπάρμπα Βασίλ' ταλαμουρχίζουμι, μιτό α ποίσου.
- -Ποίσι μουρό μ', ποίσι!
Επίσης ως:
τάλαρο (του)
- Ξύλινο δοχείο για διαχωρισμό του βουτύρου από το γάλα.
- Διδασκαλία, μάθημα
-
μτφ. η τιμωρία, ο ξυλοδαρμός
- -Ας κάνου ένα ταλίμ = θα φας ξύλο
ταμ τακίρ
-
Ερημιά
- -Ήβγα όξου τσ' ι Πλάτανους (= η πλατεία του χωριού) ήντου ταμ τακίρ
ταμάμ (επίρρ.)
Ετυμολογία: τουρκ. tamam = πλήρως, πλήρης, σωστό, αυτό που έχει ολοκληρωθεί, ναι, εντάξει, γίνεται
- Εντάξει, ό,τι πρέπει
-
μτφ. τάση για εκδίκηση
- -Ταμάχ' τουν έχου!
- Πλεονέκτης, άπληστος
ταμαχκιαρλίκ' (του)
- Πλεονεξία
- Επιδιόρθωση, επισκευή
ταμπακάς (ι)
- Ράφι σε ντουλάπι
Δείτε:
-
Επίπεδο-ίσιο έδαφος (βλ. και λ. «νταμπάνα»)
- -Ταμπάν' χουράφ'
ταμπανουβιλόνα (η)
- Ταβανόπροκα
τανάστσιλα (επίρρ.)
- Ύπτια (ξαπλωμένος με την πλάτη στη γης)
ταπουλιώρας
- Πριν από λίγο, μόλις
τάραμα (του)
- Είδος φαγητού ταψιού, χωρίς φύλλο (υλικά: αλεύρι, τυρί φέτα, λίγη σόδα, λάδι, δυόσμο)
ταραμπούκα (η)
- Μουσικό όργανο (τουμπελέκι)