κουψίδ' (του)
- Μικρά κομμάτια ψημένου κρέατος
- Μεγάλο κοφίνι, μπουλ'τάρ (βλ. λ.)
κόχ' (η)
-
Άκρη, γωνία
- -Μι βλέπ' μι κ' κόχ' τ'μακιού τ'!
κοχτούμ (του)
- Παλιοκούραδο (μτφ. και για άνθρωπο)
κόψ'μου (του)
- Το κόψιμο
- μτφ. η ευκοιλιότητα
κράζου
-
(και) Διεκδικώ
- -Ε τα παρατά. Α του κράξ' του σπίκ' ως του τέλους
κράμπιλου (του)
-
Γυναίκα ψηλή, αδύνατη και χωρίς χάρη. Επίσης ψεγάδι για έναν που νομίζει πως κάτι είναι.
- -Είνι ένα κράμπιλου τούτους!
κράχ'κς (ι)
- Όποιος ή ό,τι μαζεύει κόσμο, ντελάλης
- Παροχή χρημάτων με πίστωση
κριάς (του)
-
Κρέας
- -Όξου σ' τσι στσιές είχασ' κριμασμένα τα κριάτα γι κασάπδις. Γι Μαλίκους, γι Γιακγκίν'ς τσι γι γέρου Καραντών'ς.
κριατέλ' (του)
- υποκορ.της λ. «κριάς»
- Κρεβάτι
- Ο υφαντικός αργαλειός που μοιάζει με κρεβάτι
-
Κληματαριά
- -Η κριβακή τσ' Ντάλινας άδειασι
κριβαταριά (η)
- Ο αργαλειός
κριθαρέλ' (του)
- Το μικρό σπυρί στο βλέφαρο
κρικίρ (του)
-
Ακρωτήρι - άκρον
- -Κατέβ'κα γάλια - γάλια του κρικίρ τσι πάγινα γιαλό - γιαλό
κριμανταλάς (ι)
-
Ψηλός άνθρωπος, ατημέλητος, με άχαρο παρουσιαστικό που τα ρούχα του νομίζεις πως κρέμονται πάνω του εξού και η ετυμολογία της λ.
- -Τουν λέγαν κριμανταλά γιακί κριμόνταν τα παντιλόνια τ' τσι κουρουτσ'λιόνταν πα στα χώματα
κριμνώ
- Κρεμώ, αναρτώ
κρίν' (του)
- Μικρό τενεκεδένιο δοχείο
- Παιδικό παιχνίδι
κρίνα (η)
- Στρογγυλός τενεκές με καπάκι, αποθηκευτικό μέσο για τρόφιμα
κριπάρου
- Σκάω
κριτσέλ' (του)
-
Μεταλλικός κρίκος, ο χαλκάς της εξώπορτας
- -Δέσ' του γάιδαρου στου κριτσέλ', τσ' έμπα.
- -Κριτσέλια = Μικροί κρίκοι (χαλκάδες) για το «κλείδωμα» της αυλόπορτας.
κριτσιράματα (τα)
Δείτε:
κρόσ' (του)
- Το κουρέλι
κρου
-
Μυρίζει άσχημα, βρομάει (μόνο σ'αυτόν τον τύπο)
- -Κρου προυβακίλα ι τσουμπάν'ς! (ο τσαμπάνης φέρει την άσχημη μυρωδιά από τα πρόβατα)
- -Του πουκήρ' κρου, έ μπουρείς να πιείς!
κρούζου
- Ζαλίζω
κρούζουμι
-
Ζαλίζομαι από την πολυλογία κάποιου ή και το συνεχή θόρυβο
- -Κρούσ'κα απ' τ'ς φουνές σας!
κρουμ'δίλα (η)
- Η μυρωδιά του κρεμμυδιού
κρουμ'δότσιφλα (τα)
- Οι φλούδες του κρεμμυδιού
κρουτσίδια (τα)
- Μαλλιά εριφίων που δεν ανοίγουν για να τα κλώσεις
κρυάδα (η)
-
Το κρύο, ο κρύος καιρός
- -Είχι μια κρυάδα χτε!. Παγώσας τα πουδάρια μ'!
κρυβίστρια (η)
- Κρύπτη (από το παιδικό παιχνίδι «το κρυφτό»)
κρυόμπλαστρου (του)
- Χαρακτηρισμός ανθρώπου. Κρύος, παγερός, απλησίαστος. Το αντίθετο είναι σ'ναφλής .
κρυφτό (του)
- Παιδικό παιχνίδι
κρυών'
- (ιδιωματισμός στο γ' ενικ. πρόσωπο) κάνει κρύο
- Μικρό πήλινο πιάτο
κστέρ (του)
- Το γεράκι
κστιλέλ' (του)
- υποκορ.της λ. «κστέλ'»
κστω
-
Χρωστώ.
- -Ε μ' δίν' άλλου βιρισιέ, γιακί - λέγ' - κστώ πουλλά.
κτσιλεύου
- Καθυστερώ κάποιον σε κάτι που κάνει
κτσνιά (η)
- Κουκιά (φυτό)
κτσουδούλ' (του)
- Η μικροδουλειά.
κτσούλ' (του)
- Δουλειά χωρίς απόδοση, όχι σοβαρή.
κυνόστουμα (του)
Δείτε:
κυρασουλέν' (η)
-
Το ουράνιο τόξο που εμφανίζεται μετά από βροχή
- -Για δε, ήβγι η κυρασουλέν'!
κύρκου (του)
- Έδαφος φτωχό σε συστατικά.
κυρόσκαμνου (του)
- Ξύλινη βάση με μια τρύπα στην άκρη για να τρέχει το τυρόγαλο κατά την παραγωγή τυριού