κουψίδ' (του)
  • Μικρά κομμάτια ψημένου κρέατος
κόφα (η)

Ετυμολογία: τουρκ. küfe

  • Μεγάλο κοφίνι, μπουλ'τάρ (βλ. λ.)
κόχ' (η)
  • Άκρη, γωνία
    • -Μι βλέπ' μι κ' κόχ' τ'μακιού τ'!
κοχτούμ (του)
  • Παλιοκούραδο (μτφ. και για άνθρωπο)
κόψ'μου (του)
  1. Το κόψιμο
  2. μτφ. η ευκοιλιότητα
κράζου
  • (και) Διεκδικώ
    • -Ε τα παρατά. Α του κράξ' του σπίκ' ως του τέλους
κράμπιλου (του)
  • Γυναίκα ψηλή, αδύνατη και χωρίς χάρη. Επίσης ψεγάδι για έναν που νομίζει πως κάτι είναι.
    • -Είνι ένα κράμπιλου τούτους!
κράχ'κς (ι)
  • Όποιος ή ό,τι μαζεύει κόσμο, ντελάλης
κρέντιτου (του)

Ετυμολογία: ιταλ. credito

  • Παροχή χρημάτων με πίστωση
κριάς (του)
  • Κρέας
    • -Όξου σ' τσι στσιές είχασ' κριμασμένα τα κριάτα γι κασάπδις. Γι Μαλίκους, γι Γιακγκίν'ς τσι γι γέρου Καραντών'ς.
κριατέλ' (του)
  • υποκορ.της λ. «κριάς»
κριβάκ' (του)

Ετυμολογία: λατιν.

  • Κρεβάτι
κριβακή (η)

Ετυμολογία: λατιν.

  1. Ο υφαντικός αργαλειός που μοιάζει με κρεβάτι
  2. Κληματαριά
    • -Η κριβακή τσ' Ντάλινας άδειασι
κριβαταριά (η)
  • Ο αργαλειός
κριθαρέλ' (του)
  • Το μικρό σπυρί στο βλέφαρο
κρικίρ (του)
  • Ακρωτήρι - άκρον
    • -Κατέβ'κα γάλια - γάλια του κρικίρ τσι πάγινα γιαλό - γιαλό
κριμανταλάς (ι)
  • Ψηλός άνθρωπος, ατημέλητος, με άχαρο παρουσιαστικό που τα ρούχα του νομίζεις πως κρέμονται πάνω του εξού και η ετυμολογία της λ.
    • -Τουν λέγαν κριμανταλά γιακί κριμόνταν τα παντιλόνια τ' τσι κουρουτσ'λιόνταν πα στα χώματα
κριμνώ
  • Κρεμώ, αναρτώ
κρίν' (του)
  1. Μικρό τενεκεδένιο δοχείο
  2. Παιδικό παιχνίδι
κρίνα (η)
  • Στρογγυλός τενεκές με καπάκι, αποθηκευτικό μέσο για τρόφιμα
κριπάρου
  • Σκάω
κριτσέλ' (του)
  • Μεταλλικός κρίκος, ο χαλκάς της εξώπορτας
    • -Δέσ' του γάιδαρου στου κριτσέλ', τσ' έμπα.
    • -Κριτσέλια = Μικροί κρίκοι (χαλκάδες) για το «κλείδωμα» της αυλόπορτας.
κριτσιράματα (τα)
κρόσ' (του)
  • Το κουρέλι
κρου
  • Μυρίζει άσχημα, βρομάει (μόνο σ'αυτόν τον τύπο)
    • -Κρου προυβακίλα ι τσουμπάν'ς! (ο τσαμπάνης φέρει την άσχημη μυρωδιά από τα πρόβατα)
    • -Του πουκήρ' κρου, έ μπουρείς να πιείς!
κρούζου
  • Ζαλίζω
κρούζουμι
  • Ζαλίζομαι από την πολυλογία κάποιου ή και το συνεχή θόρυβο
    • -Κρούσ'κα απ' τ'ς φουνές σας!
κρουμ'δίλα (η)
  • Η μυρωδιά του κρεμμυδιού
κρουμ'δότσιφλα (τα)
  • Οι φλούδες του κρεμμυδιού
κρουτσίδια (τα)
  • Μαλλιά εριφίων που δεν ανοίγουν για να τα κλώσεις
κρρρρρρτ!
  • Παράγγελμα - εντολή στο υποζύγιο (μουλάρι - γάιδαρο) να προχωρήσει.
Επίσης ως:
κρυάδα (η)
  • Το κρύο, ο κρύος καιρός
    • -Είχι μια κρυάδα χτε!. Παγώσας τα πουδάρια μ'!
κρυβίστρια (η)
  • Κρύπτη (από το παιδικό παιχνίδι «το κρυφτό»)
κρυόμπλαστρου (του)
  • Χαρακτηρισμός ανθρώπου. Κρύος, παγερός, απλησίαστος. Το αντίθετο είναι σ'ναφλής .
κρυτσιλάματα (τα)
  • Οι σταλαγμοί της κεραμοσκεπής
Επίσης ως:
κρυφτό (του)
  • Παιδικό παιχνίδι
κρυών'
  • (ιδιωματισμός στο γ' ενικ. πρόσωπο) κάνει κρύο
κστέλ' (του)

Ετυμολογία: λατιν.

  • Μικρό πήλινο πιάτο
κστέρ (του)
  • Το γεράκι
κστιλέλ' (του)
  • υποκορ.της λ. «κστέλ'»
κστω
  • Χρωστώ.
    • -Ε μ' δίν' άλλου βιρισιέ, γιακί - λέγ' - κστώ πουλλά.
κτσιλεύου
  • Καθυστερώ κάποιον σε κάτι που κάνει
κτσνιά (η)
  • Κουκιά (φυτό)
κτσουδούλ' (του)
  • Η μικροδουλειά.
κτσούλ' (του)
  • Δουλειά χωρίς απόδοση, όχι σοβαρή.
κυνόστουμα (του)
κυράς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kıra = μίσθωση

Δείτε:
κυρασουλέν' (η)
  • Το ουράνιο τόξο που εμφανίζεται μετά από βροχή
    • -Για δε, ήβγι η κυρασουλέν'!
κύρκου (του)
  • Έδαφος φτωχό σε συστατικά.
κυρόσκαμνου (του)
  • Ξύλινη βάση με μια τρύπα στην άκρη για να τρέχει το τυρόγαλο κατά την παραγωγή τυριού