κ'βαν'μένου
  • Μαζεμένο, συγκεντρωμένο
    • -Ούλου του χουριό ήντου κ'βαν'μένου σκ' ακκλησιά
κ'βανιέμι
  • Έρχομαι
    • -Ντα θέλ'ς τσι κ'βανιέσει έιδου χάμ; = Γιατί έρχεσαι εδώ;
κ'βανίματα (τα)
  • Κουβαλήματα
κ'βανώ

Ετυμολογία: Κουβαλώ > κβαλώ > κ'βανώ

  • Κουβαλάω, μεταφέρω
κ'βάρ' (του)
  • Κουβάρι
κ'βάρα (η)
  • Πλήθος, σωρός, ποσότητα, σωματική κατάσταση
    • -Μια κ'βάρα αθρώπ'!
    • -Μια κ'βάρα παράδις!
    • -Ι Γιώργ'ς γίντσι μια κ'βάρα = γέρασε, καμπούριασε, πήρε το σχήμα του σωρού από πράγματα
κ'βάς (ι)
  • Ο κουβάς
κ'γάν' (του)
  • Τηγάνι
κ'γανίτις (οι)
  • Τηγανίτες
κ'γανόπτα (η)
  • Τηγανόπιτα
κ'δούν' (του)
  • Κουδούνι
κ'δούνια Ρουμιλιώτις
  • Κουδούνια ημιστρόγγυλα που κατασκευάζονται στη Ρούμελη
κ'δούνις (οι)
  • Μεγάλα κουδούνια προβάτων. Ορτάδες ή Καμπάδες ανάλογα με το μέγεθος και το σχήμα τους
κ'θάρ (του)
  • Το κριθάρι
κ'θαρέλ' (του)
  • υποκορ.της λ. «κ'θάρ»
κ'κί (του)
  • Κουτί
κ'λό (του)

Ετυμολογία: αρχ. κυλλός

  • Κουλό, μτφ. χέρι αλλά και πόδι
    • -Άιντι κούνσι του κ'λό σ'
    • -Πάρ' του κ'λό σ' απού πάνου μ' = πάρε το χέρι σου από πάνω μου
    • -Πάρ' τα κ'λά σ'
    • -Μάζιψι τα κ'λά σ' να πιράσου = μάζεψε τα πόδια σου να…
Επίσης ως:
κ'λουχέρ'ς (ι)
  • Κουλοχέρης
κ'μαντέρνου
  • Κάνω κουμάντο, έχω υπό τον έλεγχό μου
    • -Έ Γιώργ'! Έ μπουρίς, μπε, α τουν κ'μαντάρ'ς του γάιδαρου;
κ'μάρ' (του)

Ετυμολογία: λατιν.

  • Κουμάρι, λαγήνι
    • -Ουρσιώτ'κου χώμα κ'μάρ' ε γίνιτι!
κ'μάσ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kumaş = μτφ. οι ιδιότητες ή το υλικό που αποτελούν την οντότητα και την προσωπικότητα

  1. Κουμάσι, κοτέτσι.
  2. μτφ. άνθρωπος τιποτένιος, πρόστυχος, παλιάνθρωπος
    • - Είσι ένα κ'μασ'! = είσαι ένα κελεπούρι!
κ'μπάρα (η)
  • Η κουμπάρα
κ'μπάρους (ι)

Ετυμολογία: βενετ.

  • Ο κουμπάρος
κ'μπί (του)
  • Κουμπί
κ'νάδ' (του)
  • Το κουνάβι
κ'ναδόπ'τα (η)
  • Πίτα από κουνάβι
κ'νάζου
  1. Τινάζω
  2. μτφ. πεθαίνω
    • -Άμα τα κ'νάξου μια μέρα να πουν : Θιός σ'χουρέστουν, καλός άθρουπους ήντου!
    • -Άμα κ'νάξου του πέταλου (=πεθάνω) έ θα μι θ'μάτι κανένας!
κ'νάζουμι
  1. Πετάγομαι
  2. Πηγαίνω κάπου γρήγορα
    • -Κ'νάχκα μεσ' τουν ύπνου μ' γιμάτους ίδρου
    • -Κ'νάχτσι ίσιαμι του φούρνου να πάρ' ψουμί
κ'νας
  • Σκόνη βαφής με την οποία οι παλιές γυναίκες έβαφαν το πρόσωπο και τα νύχια τους, συνήθως στο γάμο. Βγαίνει από λειχήνες βράχων
κ'νιάμινους (ι)
  • Κουνιστός
    • Φρ: ήρθι σ'νάμινους τσι κ'νιάμινους = σειστός και κουνιστός
κ'νιέμι
  • Κουνιέμαι
    • -Άι μπε ντα κ'νιέσι; Μια ώρα σι φλάγουμι, ε βλέπ'ς;
κ'νώ
  • Κινώ, κουνάω
    • - Του μ'λαρ πλαλεί τσι κ'νεί κ' Δουρούλα (υποκορ. γυναικείο όνομα)
κ'πάρα (η)
  • Μεγάλη κούπα
κ'σούρ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kusur = έλλειψη, μειονέκτημα, αναπηρία

  • Κουσούρι=ελάττωμα, μειονέκτημα, ατέλεια
κ'σουρλής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kusurlu

  • Ο ελαττωματικός
κ'σουρλίδ'κου (του)
  • Το ελαττωματικό
κ'σουρλίδ'σα (η)
  • Η ελαττωματική
κ'τάβ' (του)
  • μτφ. το παιχνιδιάρικο και άτακτο παιδί.
    • -Μ' έσκασι σήμιρα του κ'ταβ'!
    • -Παλιουκ'τάβ'! = παλιόπαιδο
κ'ταβέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «κ'τάβ'»
κ'τάλα (η)

Ετυμολογία: αρχ. σκυτάλη

  1. Κουτάλα=μεγάλο κουτάλι
  2. Η ωμοπλάτη
    • -Ωχ η κ'τάλα μ' τσ' ούλα μ' τ'άλλα μ' = έκφραση συνολικού πόνου
κ'τσαίνου
  1. Κουτσαίνω
  2. Επεξεργάζομαι (γνέθω) το μαλλί
    • - Έκτσανι ένα καλάθ' μαλλιά
    • -Ντα έχ'ς μπε Γιώργ' τσι κ'τσαίν'ς
κ'τσαίνουμι
  • Κουτσαίνομαι
    • -Κ'τσάθ'τσι = κουτσάθηκε
κ'τσαρίζου
  • Κουτσαίνω
    • -Ανιβαίνου κ' αν'φόρα τσι κ'τσαρίζου. Πουνούν τα πουδάρια μ'!
κ'τσί (του)
  • Κουκί
    • -Για κοίταξι μπε κόσμι τσι γι Γιάνν'ς, του ζο, έγ'νι ξιλιγμένους. Ε θ'μάτι που ίσαμ προυχτές έτρουγι ούλου κ'τσιά, τσι τα ρούχα τ' ήντασ' χιλιουμπαλουμένα!
    • - Κ'τσά έφαγι τσι κ'τσά μαρτυρεί = λέγεται για άτομο που δέχεται αυτά που του λένε χωρίς να τα φιλτράρει ο ίδιος, χωρίς να τα περνά από τη δική του κρίση.
    • -Να τρως κ'τσιά τσι να φτας (φτύνεις) παπούδις = λέγεται μτφ. για κάτι που σου προκαλεί απέχθεια ή αηδία
κ'τσίζου
  • Σκορπώ κόκκους ή σκόνη πάνω σε κάτι, πασπαλίζω
κ'τσνιά (η)
  • Κουκιά (φυτό)
κ'τσό (του)
  • Κουτσό (Παιδικό παιχνίδι)
κ'τσός (ι)
  • Ο κουτσός
    • Φρ.: Κ'τσοί, στραβοί στουν Άγιου Παντιλέμουνα
κ'τσουδούλ' (του)
  • Μικρή, ασήμαντη εργασία, μικροδουλειά
κ'τσούλ' (του)
  • Δουλειά χωρίς απόδοση, μη σοβαρή