-
Ο κακότυχος (συν. κατσπουδιάρ'ς)
-
Η τανάλια παλιού οδοντιάτρου
-
Η δράκαινα (ψάρι με μικρό πτερύγιο που φέρει δηλητηριώδη αγκάθια και του οποίου το δάγκωμα προκαλεί μεγάλο πόνο)
-
Δραχμή
-
-Αμέτι δώστι μια δραχμάρα για να πάρτι μια κουλιάρα
-
Είδος κόσκινου που ξεχώριζε τα κότσαλα από το σιτάρι
-
Εργαλείο μαραγκού (είδος τρυπανιού)
-
μτφ. διαρκής πόνος από απώλεια αγαπητού προσώπου κ.τ.λ.
-
-Μι δρουβιλίζ' μιγάλους πόνους
-
Ιδρώνω
-
Φρ: τ'αυκί μ' ε δρών' = δεν συγκινούμαι εύκολα, είμαι σκληρός.
-
-Του κ'μάρ δρουστακεί! = εξωτερικό «δάκρυσμα» ενός πήλινου αγγείου (από το υδροστατεί)
δυουμιλιάρκου ή δυόμιλου (του)