δ'λειά (η)
- Δουλειά
δ'λειούδα (η)
- υποκορ.της λ. «δ'λειά»
δ'λεύγου
- Δουλεύω
δ'λιφταράς (ι)
- Δουλευταράς
δα
-
Εκφράζει απορία
- -Να δα, για δε δα
δαγκαμακιά (η)
- Δαγκωνιά
δαν'καριές (οι)
- Δανεικές εργασίες (αλληλοβοήθεια μεταξύ συγχωριανών για το όργωμα, φύτεμα και γενικά περιποίηση των χωραφιών τους)
δανά (επίρρ.)
- Τώρα
δαχτ'λιά (η)
- Αποτύπωμα του δακτύλου
δαχτ'λίδ' (του)
- μτφ. Αποκριάτικο παιχνίδι
δαχτύλ' (του)
-
Δάχτυλο
- -Βούκξι του δαχτύλι τ' μέσ' του μέλ'!
δγέβινι
- Προστακτική ενεστώτα του ρ. «διαβαίνου»
δγοιάκ' (του)
- Μοχλός που μπαίνει σε υποδοχή του τιμονιού ενός πλεούμενου και το κρατάει ο τιμονιέρης, κατευθύνοντάς το πλεούμενο. Λαγουδέρα.
δέκ'ς (ι)
- Δέτης (ήταν ο εργάτης του ελαιοτριβείου που τοποθετούσε τον πολτό (χαμούρ) του ελαιοκάρπου μέσα στα πανιά για έκθλιψη)
δέκατου (του)
- Ο φόρος της δεκάτης
δένου
-
Γονιμοποιούμαι (για φυτά)
- -Δέσαν τα δέντρα; = Έκαναν καρπό;
δευτεροράτσ' του γυρλίσου
- Ρακί από σύκα που έβγαινε κατά την δεύτερη απόσταξη
- Τοποθετώ τους στήμονες για ύφανση
διανουκιά (η)
- Η συμβουλή
διανουκιέμι
- Συμβουλεύομαι, διερωτώμαι
-
Συμβουλεύω
- -Όσο μι διανότα η μάνα μ', γω μέτρουμ ξηνταμιά = για ανυπάκουο άτομο, που δεν δέχεται συμβουλές
διάπλασις
-
Ομόρφυνες (από το διαπλάθω)
- -Για κι' αχρειάνα κήλια διάπλασι!
διάρμιζμα (του)
- Η τακτοποίηση, το συμμάζεμα, το συγύρισμα
διαρμίζου
Ετυμολογία: δια + ρυθμίζω > διαρρυθμίζω ή αρχ. δια + αρμόζω > διαρμίζω (κατά τα εις ίζω ρήματα)
-
Τακτοποιώ, συμμαζεύω, συγυρίζω
- -Σήμιρα έχου να διαρμίσου τσι του σπίκ' μας.
διασάκ' (του)
-
Δύσκολη περίοδος
- -Πού θα μπα, α πιράσ' του διασακ'!
- -Ας κάνουμι οικουνουμία να πιράσ' του διασάκ'
διασίδ' (του)
- Τακτοποίηση του νήματος του στημονιού στον αργαλειό
διαστόλ' (του)
- Επιμήκης σωρός χώματος ύψους 30 εκατοστών περίπου πάνω στον οποίο φυτεύονται κρεμμύδια, σκόρδα και άλλα λαχανικά
- Το ίδιασμα ή διάσιμο του στημονιού (δηλ το στήσιμο δύο σιδερένιων και βερνικωμένων λοστών γύρω από τους οποίους θα τυλιχτεί το στημόνι).
διάτα (η)
- Διαστόλ' (βλ. λ.)
δίδραχμου (του)
- Κέρμα 2 δραχμών
διέφκα, διέφτσει
-
Έφυγα, έφυγε
- -Διέφκα για κι' Αθήνα.
δικατζής (ι)
- Τούρκος εισπράκτορας της δεκάτης
δικουντίνου
-
Συνεχώς (βλ. και «ντικουντίνου»)
- -Τσι η γλώσσα ντουν δούλιβγι δικουντίνου τσ' έκουβγι του ψαλίδ'
δίκουρκου (του)
- Αυγό με δύο κρόκους
δικουχτούρα (η)
- Δεκαοχτούρα (είδος πουλιού που μοιάζει πολύ με περιστέρι. Φτιάχνει τη φωλιά του σε δένδρα αλλά και σε κτίρια. Ονομάζεται έτσι γιατί ακούγεται να φωνάζει «δεκαοχτώ». Ο μύθος λέει ότι φωνάζει τη δέκατη όγδοη αδερφή της που χάθηκε)
- Ύφασμα με διπλή κλωστή
διμάκ' (του)
- Δέμα
διμόν' (οι)
- Δαίμονες
διμουν'κό (του)
- Δαιμόνιο
δίνου
-
Δίνω, χτυπώ, φεύγω
- -Δώτσι μια σκ' πόρτα
- -Αϊντούτι να του δίνουμι = άντε να φεύγουμε
- -Δώσ' του τσι πίναν = εξακολουθούσαν να πίνουν αδιάλειπτα
- -Δουμούτι του κόσ'νου του ψ'λό = δώστε μου το κόσκινο το ψιλό.
- Δώτσι τσι πήρι = κάτι που τέλειωσε στα γρήγορα, που δεν κράτησε πολύ
- -Δώκασ' λόγου = έδωσαν αμοιβαία υπόσχεση, συμφώνησαν (κυρίως για αρραβώνα - γάμο)
- -Δώμ' = δώσε μου
- -Δώτι μ' = δώστε μου
- -Δώτσιχερ = ό,τι ήταν να γίνει έγινε!
- -Τσίνου όκ' ήντου να γίν' γίντσι! Δώτσιχερ!
διξιάδα (η)
-
Επιδεξιότητα
- -Βρη τ' σλιού του κ'τάβ' διξιάδα!
διξουχέρ'ς (ι)
- Επιδέξιος
διουλί (του)
-
Βιολί
- Φρ.: -Τσείνους του διουλί τ' = δεν έβγαινε απ' το δικό του
διουμιλιάρ'ς (ι)
- βλ. «δυουμιλιάρ'ς»
διπλόσκουλου (του)
- Διπλή σκόλη, διπλή αργία
δίπυρους
- Ο πολύ ζεστός φούρνος, ο φούρνος που θερμάνθηκε δυο φορές
δισάτσ' (του)
- Το δισάκι (δύο σάκοι υφαντοί, μάλλινοι, συνδεδεμένοι κατά το ένα χείλος. Το έριχναν κρεμαστό από τη μια και από την άλλη μεριά του σαμαριού, ή στον ώμο)
δίτσιου (του)
-
Δίκιο
- -Βρη εν είνι έτοιμος σ'λέγου.
- -Όχ' Λέν', είνι, εν έχ'ς δίτσιου.