Βρέθηκε ακριβές λήμμα
ζάφτου

Ετυμολογία: τουρκ. zaptetmek = κατάσχω, συλλαμβάνω, κρατώ, συγκρατώ

  • Χτυπώ κάποιον ξαφνικά και δυνατά με το χέρι μου
    • -Τ' ζάφτου μια πα στου τσιφάλι τ' τσι πόμνι ξιρός
Παρόμοιες λέξεις
ζάβγου