Βρέθηκε ακριβές λήμμα
τσισίτ

Ετυμολογία: τουρκ. çeşit

  • Ποικιλία
    • -Τσισίτ - τσισίτ = Λογιώ - λογιώ
    • -Τι έχ'ς στου μπαχτσέ;
    • -Ε, τσισίτ - τσισίτ! = διάφορα