Βρέθηκε ακριβές λήμμα
ταζέδ'κου (του)

Ετυμολογία: τουρκ. taze

  • Το φρέσκο
    • -Είνι ταζέδ'κου του ψουμί;
    • -Σ'μιρνό είνι!