Βρέθηκε ακριβές λήμμα
ταμάμ (επίρρ.)
Ετυμολογία: τουρκ. tamam = πλήρως, πλήρης, σωστό, αυτό που έχει ολοκληρωθεί, ναι, εντάξει, γίνεται
- Εντάξει, ό,τι πρέπει
Ετυμολογία: τουρκ. tamam = πλήρως, πλήρης, σωστό, αυτό που έχει ολοκληρωθεί, ναι, εντάξει, γίνεται