Βρέθηκε ακριβές λήμμα
τάκους (ι)

Ετυμολογία: βενετ.

  1. Ο ρόζος
  2. Τμήμα κορμού δένδρου πάνω στο οποίο ο κρεοπώλης κόβει το κρέας